αυστηρότερες ποινές και σαφώς εντατικοποιημένους ελέγχους.
Ιδιαίτερα τα
βράδια και τα Σαββατοκύριακα, η Τροχαία προχωρά σε μαζικά αλκοτέστ,
συχνά διακόπτοντας την κυκλοφορία σε κεντρικές αρτηρίες.
Στόχος δεν
είναι απλώς η καταστολή, αλλά η αποτροπή — ειδικά σε περιόδους αυξημένης
εξόδου, όπως οι γιορτές, όπου η κατανάλωση αλκοόλ αυξάνεται
παραδοσιακά.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η γνώση των ορίων δεν είναι απλώς χρήσιμη, αλλά απαραίτητη.
Σύμφωνα με το άρθρο 46 του νέου ΚΟΚ, ένας οδηγός θεωρείται ότι βρίσκεται υπό την επήρεια αλκοόλ όταν η συγκέντρωση φτάνει τα 0,50 g/L στο αίμα ή τα 0,25 mg/L στον εκπνεόμενο αέρα, όπως καταγράφεται στο αλκοολόμετρο.
Συνεπώς η ένδειξη πάνω από 0,25 στο αλκοτέστ σημαίνει παράβαση.
Στην πράξη, ωστόσο, τα όρια αυτά δεν μεταφράζονται εύκολα σε «ασφαλή»
αριθμό ποτών. Το αλκοόλ επηρεάζει τον καθένα διαφορετικά και παράγοντες
όπως το φύλο, το βάρος, ο μεταβολισμός, η κόπωση, το αν έχει προηγηθεί
φαγητό και το είδος του ποτού παίζουν καθοριστικό ρόλο.
Ένα ποτό υψηλού
αλκοολικού βαθμού μπορεί να ανεβάσει πολύ πιο γρήγορα τη μέτρηση σε
σχέση με μια μπίρα ή ένα ποτήρι κρασί, ενώ η συνεχής κατανάλωση οδηγεί
σχεδόν βέβαια στην υπέρβαση του ορίου.
Με βάση τον ευρέως χρησιμοποιούμενο υπολογισμό Widmark, για έναν μέσο άνδρα 80 κιλών το νόμιμο όριο προσεγγίζεται περίπου με 2,5 έως 3 τυπικά ποτά. Για μια γυναίκα 65 κιλών, το ίδιο όριο «πιάνεται» αισθητά νωρίτερα, γύρω στο 1,5 με 2 ποτά.
Ακόμη κι αυτές οι ενδείξεις, όμως, είναι ενδεικτικές: γρήγορη
κατανάλωση, άδειο στομάχι ή έντονη κούραση μπορούν να οδηγήσουν σε
θετικό αλκοτέστ με πολύ μικρότερες ποσότητες. Σημαντικός είναι και ο χρόνος αποβολής του αλκοόλ.
Ένα ποτήρι κρασί μπορεί να χρειαστεί πάνω από τρεις ώρες για να
απομακρυνθεί από τον οργανισμό, ενώ περισσότερα ποτά «μένουν» στο σώμα
για πολλές ώρες μετά, συχνά πολύ πέρα από την αίσθηση νηφαλιότητας του