Μέρες καλοκαιριού, μέρες αρμύρας, μέρες του μεσημεριού που τα τζιτζίκια να τραγουδάνε τρελαμένα απ΄ τη ζέστη, προειδοποιώντας μας πως δεν θα πέσει. Και ψάχνεις εσύ, αν τυχόν βρίσκεσαι κάπου κοντά σε θάλασσα, μια έρημη παραλία με το κύμα να σκάει στα πόδια σου, και οι γλάροι να φτερουγίζουν στο απέραντο γαλάζιο.
«Αραγε πως περνά τις μέρες του ο Καναδός», αναρωτιέται ο φίλαθλος του Ηρακλή που κατόρθωσε να κλέψει, απ΄ όπου μπορούσε, τις δικές του μέρες για να ξαποστάσει μόνος ψάχνοντας αυτή την έρημη ακτή για να κολατσίσει, γιατί από ταβέρνα ούτε συζήτηση. Τι ήθελε να το σκεφτεί. Ανάψανε τα λαμπάκια του που λένε και η γαλήνια διάθεση του πήγε περίπατο. Αγρίεψε κι επειδή ήταν και νεαρός είχε δει και πρόσφατα στην τηλεόραση μια ταινία με ήρωα τον Πήτερ Παν νόμισε πως διέκρινε πέρα μακριά τη χώρα του Ποτέ και άθελα του μεταφέρθηκε εκεί. Ξαναβρήκε τα «χαμένα παιδιά» (τους υπολοίπους φιλάθλους του Ηρακλή) την νεραϊδούλα Τίνκερ Μπελ και όλοι μαζί ξεκίνησαν να βρουν τον αιώνιο αντίπαλό τους τον πειρατή Κάπτεν Χουκ, του οποίου το χέρι είχε γίνει μεζές ενός τεράστιου κροκόδειλου..
Ετσι νόμισε ο νεαρός από τη στιγμή που ταύτισε τον Καναδό με τον Χουκ, γιατί όπως προέβλεπε ο μύθος τον τελευταίο τον έτρωγε τελικά ο κροκόδειλος και όλα καλά και όλα ωραία. Αλλά στη ζωή ο Καναδός ζει και βασιλεύει και στον Ηρακλή κυριαρχεί. Ετσι η χώρα του Ποτέ για τον ονειροπόλο μας νεαρό παίρνει μια εντελώς διαφορετική σημασία. Την εννοιολογική δηλαδή. Μια χώρα χωρίς εξέλιξη με παρελθόν μεν, αλλά χωρίς μέλλον. Οπου τα παιδιά παραμένουν παιδιά και η φαντασία τους αποτελεί το μοναδικό όπλο επαφής τους με την πραγματικότητα, αφού επιστρέφουν εκεί, όποτε καταλαβαίνουν πως μεγαλώνουν στον έξω, από αυτή, κόσμο.
Ο νεαρός πλατσούρισε τα πόδια του στο νερό και νοιώθοντας τη δροσιά να διαπερνάει τα μέσα του το πήρε απόφαση να μεγαλώσει πια. Ο Πίτερ Παν, είχε διαβάσει, αποτελεί σύμβολο της αιώνιας νιότης, ανεμελιάς και χαράς. Σε μια «ψυχολογική ανάγνωση» της προσωπικότητάς του, ο Πίτερ Παν είναι ο άνδρας του οποίου ο εαυτός δεν έχει βρει ένα σημείο ισορροπίας και είναι παγιδευμένος ανάμεσα στον άνδρα που δεν θέλει να γίνει και στο παιδί που δεν μπορεί να εξακολουθήσει να είναι λόγω ηλικίας. «Όχι ρε θα γίνω άντρας και επιτέλους θα αντιμετωπίσω τους φόβους των μεγάλων». Απόλαψε τη μοναξιά του. Τη χάρηκε με την ψυχή του κι όταν καβάλησε τη μηχανή του για την επιστροφή, το είχε αποφασίσει.
Η χώρα του Ποτέ δεν πρόκειται να υπάρξει για τον Ηρακλή. Ο Καναδός ό,τι και να κάνει και αφού μήτε κάπτεν Χουκ υπάρχει, μήτε η νεραϊδούλα Τίνκερ Μπελ, ο ίδιος και τα υπόλοιπα «χαμένα παιδιά» μια μέρα, που βέβαια ούτε ο ίδιος δεν μπόρεσε να την προσδιορίσει, θα πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους, και ο Ηρακλής θα ξαναγίνει ένας ενήλικος πλέον… Πήτερ Παν, του πάνω κόσμου όμως.