Ηταν αρχές Ιουλίου. Εν μέσω του πρώτου «προειδοποιητικού» εν όψει της συνέχειας καύσωνα, επέλεξα να κάνω μία βόλτα με τον μικρό Γιωργάκη, τον γιο μου δηλαδή, σε ένα εμπορικό πολυκατάστημα ανατολικά της πόλης. Προχωρώντας και χαζεύοντας τις βιτρίνες αλλά και το «πολύχρωμο» μωσαϊκό που είχε δημιουργηθεί άκουσα κάποιον να με φωνάζει.
Γυρνώντας είδα τον προπονητή του Ηρακλή, Νίκο Παπαδόπουλο να κάθεται σκεπτικός σε ένα μαγαζί απολαμβάνοντας τον καφέ του. Χαιρετηθήκαμε και άμεσα πιάσαμε κουβέντα για τις εξελίξεις στην ομάδα. Θυμίζω ότι εκείνη την περίοδο τα πάντα ήταν ρευστά όσον αφορά τη διοικητική κατάσταση και την επόμενη ημέρα μετά την αποχώρηση του Θόδωρου Παπαδόπουλου. Το όνομα ενός ομογενούς επιχειρηματία άρχισε δειλά δειλά να ακούγεται χωρίς πάντως κανείς, εκτός των εμπλεκόμενων στις συζητήσεις, να γνωρίζει ποιος είναι, τι προθέσεις έχει και κυρίως ποια είναι η οικονομική του εμβέλεια.
-Γιάννη πώς τα βλέπεις τα πράγματα; Εχεις εικόνα και ενημέρωση (καλύτερη από τον ίδιο εννοούσε) για το τι θα γίνει; Η ομάδα έχει ιστορία, δυναμική, κόσμο αλλά και προοπτικές και είναι κρίμα να ταλαιπωρείται με αυτό τον τρόπο.
Ουπς… Τα λόγια του με «ταρακούνησαν» και για πολλοστή φορά στη ζωή μου σκέφτηκα πόσες δυνατότητες έχει αυτή η ομάδα που λέγεται Ηρακλής και πόσο άδικο είναι να διασύρεται, αγωνιστικά και διοικητικά. «Κόουτς ειλικρινά δεν γνωρίζω. Ακούω, μαθαίνω, και διαβάζω διάφορα, τα ίδια που φαντάζομαι κάνεις και εσύ. Ακόμη όμως και αν όλα κυλήσουν ομαλά, εσύ είσαι διατεθειμένος να παραμείνεις στον Ηρακλή και να τον οδηγήσεις στη SuperLeague;».
Ο… ρούκι, η υπενθύμιση και τα «συστατικά»
Ο σκεπτικός, συγκρατημένος, αγέλαστος και ολίγον συνοφρυωμένος κιλκισιώτης τεχνικός ξάφνου… άστραψε. Τα μάτια γούρλωσαν, το χαμόγελο εμφανίστηκε δειλά αλλά φανερά, και «καρφώνοντάς» με στα μάτια μου απάντησε με ήρεμο και σταθερό τόνο. «Εγώ Γιάννη και θέλω και είμαι έτοιμος να ηγηθώ προπονητικά της ομάδας. Την ανέλαβα μεσούσης των πλέι οφ, παρά τα πολλά προβλήματα που αντιμετωπίσαμε για λίγο χάσαμε την άνοδο και πιστεύω ότι έχοντας διοικητική ηρεμία και σταθερότητα και τη στήριξη του κόσμου θα βρεθεί στη SuperLeague. Και να σου πω και κάτι άλλο. Είμαι οκτώ χρόνια προπονητής με θητεία σε αρκετές ομάδες και πολλοί με αντιμετωπίζουν σαν ρούκι. Είναι άδικη αυτή η αντιμετώπιση και θα τους το αποδείξω ακόμη μία φορά στο τέλος της χρονιάς. Αν όλα πάνε καλά…»
Αν όλα πάνε καλά. Μάλιστα. Η συζήτησή μας ολοκληρώθηκε με αυτή τη φράση, με αμφότερους και πολύ περισσότερο όλον τον κόσμο του Ηρακλή να ήλπιζε τις επόμενες-από τη συνομιλία μας-ημέρες να βρεθεί μεγαλομέτοχος στον Ημίθεο και ο υποθετικός σύνδεσμος που χρησιμοποιήθηκε στην έκφραση του κόουτς να εξαλειφθεί δια παντός. Ένα χρόνο σχεδόν αργότερα ο «Παπ» τα κατάφερε περίφημα. Όχι μόνος του βεβαίως αλλά με τη συνδρομή πολλών ανθρώπων. Ο ίδιος όμως μαζί με τον Παύλο Μυροφορίδη σχεδίασαν, οργάνωσαν και κατεύθυναν, ο καθένας από το πόστο του, τους «κυανόλευκους». Στη διάρκεια της αγωνιστικής χρονιάς δεν τα είπαμε πολλές φορές. Προχθές όμως του θύμισα τη συζήτησή μας εκείνο το ζεστό πρωινό του Ιούλη. Χαμογέλασε και έγνεψε καταφατικά. Και επειδή τα πολλά λόγια είναι μέλι και τα καθόλου ζάχαρη η συνέχεια είναι απλή. Και κάλλιστα μπορεί να γίνει και λαμπρή. Σωστές επιλογές, «θωράκιση» σε όλους τους τομείς, στήριξη, υπομονή, θετική αύρα.