Με το «πλαφόν» στην επιδοτούμενη κατανάλωση, αλλά και την αύξηση του επιδόματος θέρμανσης θα επιχειρηθεί να στραφούν τα νοικοκυριά μακριά από την κατανάλωση φυσικού αερίου, που απειλεί να πλήξει καίρια και τον οικογενειακό αλλά και τον κρατικό προϋπολογισμό.
Με δεδομένη την αβεβαιότητα που υπάρχει, καθώς ουδείς γνωρίζει αυτή τη στιγμή τη διαθεσιμότητα του φυσικού αερίου αλλά και την τιμή του, η κυβέρνηση παίρνει μια κεντρική απόφαση, να προσαρμόσει τις πολιτικές ώστε να περιοριστεί η κατανάλωση φυσικού αερίου.
Από τα 70 δισεκατομμύρια κιλοβατώρες που καταναλώνονται σε ετήσια βάση (φέτος έχει αρχίσει να παρατηρείται κάμψη ειδικά από τη βιομηχανία που επιχειρεί να κάνει στροφή σε άλλες πηγές ενέργειας λόγω υψηλού κόστους), τα 50 δισεκατομμύρια προορίζονται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και τα υπόλοιπα 20 δισεκατομμύρια για βιομηχανίες και νοικοκυριά. Το εφιαλτικό σενάριο προβλέπει ότι οι σημερινές υψηλές τιμές θα κρατήσουν για έναν ολόκληρο χρόνο. Αυτό σημαίνει ότι το κόστος των εισαγωγών μόνο από το φυσικό αέριο μπορεί να φτάσει σε ετήσια βάση στα 15 με 17 δισ. ευρώ, από λιγότερα από 3,5 δισεκατομμύρια ευρώ που ήταν η ετήσια δαπάνη πριν ξεσπάσει η κρίση. Για να μειωθεί η κατανάλωση φυσικού αερίου εξετάζονται παρεμβάσεις σε τρία διαφορετικά επίπεδα, χωρίς ωστόσο να έχουν ακόμη ληφθεί οριστικές αποφάσεις δεδομένου ότι το πρόβλημα είναι πολυεπίπεδο.
1 Η πρώτη παρέμβαση αφορά την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας. Αν και τα νοικοκυριά με μεγάλη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας δεν αντιπροσωπεύουν παρά το ένα τρίτο του συνολικού αριθμού, θα επιδιωχθεί να μπει πλαφόν στην κατανάλωση που θα μπορεί να επιδοτηθεί από τους πόρους του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης και του κρατικού προϋπολογισμού. Η κάθε κιλοβατώρα που καταναλώνεται από τα νοικοκυριά απορροφά αυτή τη στιγμή 64 λεπτά από τους δημόσιους πόρους.
Δεδομένου ότι η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα αυτή τη στιγμή που επιδοτεί οριζόντια και χωρίς όριο την κατανάλωση του ρεύματος, σχεδιάζεται να μπει ένας κόφτης. Το ποιο θα είναι το όριο θα αποφασιστεί με γνώμονα το να αποτραπεί η «στροφή» στο ηλεκτρικό ρεύμα για την κάλυψη των αναγκών θέρμανσης. Και αυτό διότι το επιπλέον ρεύμα που θα ζητηθεί, ουσιαστικά θα παράγεται από το πανάκριβο φυσικό αέριο. Έτσι, η θέσπιση του πλαφόν δεν θα αποσκοπεί τόσο στην εξοικονόμηση δημοσιονομικού χώρου (είναι μικρός ο αριθμός των νοικοκυριών που πραγματοποιούν μηνιαία κατανάλωση πάνω από 300 κιλοβατώρες) όσο στο να λειτουργήσει αποτρεπτικά στο ενδεχόμενο «στροφής» των νοικοκυριών προς το ηλεκτρικό ρεύμα. Το πού θα μπει βέβαια το όριο είναι καθοριστικό στοιχείο.
Ο προβληματισμός είναι πολύ έντονος, καθώς υπάρχουν νοικοκυριά που δεν έχουν άλλη επιλογή από το να χρησιμοποιήσουν ηλεκτρικό ρεύμα για τη θέρμανσή τους (π.χ. ένοικοι πολυκατοικιών που έχουν κλείσει εδώ και χρόνια την κεντρική θέρμανση λόγω χρεών). Επίσης, νοικοκυριά επιδοτήθηκαν ακόμη και μέσω του προγράμματος «Εξοικονομώ» με κοινοτικούς πόρους για να στραφούν στις αντλίες θερμότητας, οι οποίες ναι μεν καταναλώνουν πολύ λιγότερη ενέργεια συγκριτικά με τα ηλεκτρικά καλοριφέρ ή το πετρέλαιο θέρμανσης, αλλά και πάλι, το νοικοκυριό που την εγκαθιστά θα δείξει σημαντική αύξηση στην κατανάλωση του ρεύματος. Το μεγάλο ερώτημα είναι αν το πλαφόν θα αφορά και τις επιχειρήσεις, οι οποίες μάλιστα έχουν μεγαλύτερες καταναλώσεις ηλεκτρικής ενέργειας από τα νοικοκυριά. Η κατανάλωση ρεύματος στις επιχειρήσεις, όμως, είναι συνδεδεμένη με την παραγωγική δραστηριότητα. Θα εξεταστεί κατά πόσο υπάρχουν περιθώρια να μπουν κάποια «φρένα» και στην επιδότηση των επιχειρήσεων. Προς το παρόν, και στις μικρομεσαίες αλλά και στις μεγάλες επιχειρήσεις, η επιδότηση είναι οριζόντια με τη μόνη διαφορά ότι στις μεγάλες επιχειρήσεις καλύπτεται μικρότερο ποσοστό από την επιβάρυνση που προκαλεί η εκτόξευση της τιμής χονδρικής (καλύπτει περίπου του 60% του κόστους έναντι 80%-90% σε νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις)
2 Η δεύτερη παρέμβαση αφορά τη διεύρυνση του επιδόματος θέρμανσης, ώστε να καλυφθούν ακόμη περισσότερα νοικοκυριά και να διευκολυνθεί η χρήση του πετρελαίου θέρμανσης, που με βάση τα σημερινά δεδομένα αποτελεί τη φθηνότερη πηγή. Μια θερμική κιλοβατώρα που παράγεται από πετρέλαιο θέρμανσης (με την τιμή του στο 1,62 ευρώ το λίτρο) κοστίζει αυτή τη στιγμή 15 λεπτά, όταν η τιμή του φυσικού αερίου κινείται πάνω από τα 20-25 λεπτά, δεδομένου ότι η τιμή του φυσικού αερίου παραμένει πάνω από τα 220 ευρώ ανά μεγαβατώρα.
3 Η τρίτη παρέμβαση αφορά την ενεργειακή κατανάλωση της βιομηχανίας. Ήδη ξεκίνησαν οι συζητήσεις με τις μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις της χώρας για το ενδεχόμενο να μειώσουν την κατανάλωση φυσικού αερίου με όσο το δυνατόν μικρότερη επίπτωση στη βιομηχανική παραγωγή. Οριστικές αποφάσεις και στα τρία «μέτωπα» που προαναφέρθηκαν δεν έχουν ληφθεί, καθώς όλα θα εξαρτηθούν από την πορεία των τιμών του φυσικού αερίου, το αν θα υπάρξει διακοπή στην τροφοδοσία της χώρας και το αν θα επιβληθεί (και θα λειτουργήσει) το πλαφόν. Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο οι αποφάσεις θα τροποποιούνται ανά μήνα, ώστε να λαμβάνονται κάθε φορά υπόψη τα τελευταία δεδομένα. Με αυτό τον τρόπο θα συνταχθεί και ο προϋπολογισμός του 2023: με συντηρητικές προβλέψεις στην αρχή, ώστε να μη γίνει λάθος που δύσκολα θα διορθώνεται στην πορεία του χρόνου
πηγή: naftemportiki.gr