Θύματα απαγωγής που πέρασαν μαρτυρικές ώρες στα χέρια των απαγωγέων τους, επιχειρηματίες που βρέθηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη στα χέρια κακοποιών, υποθέσεις που συγκλόνισαν το πανελλήνιο.
Η απαγωγή αποτελεί ένα από τα πιο βαριά κακουργήματα και στη χώρα μας είναι αρκετές οι υποθέσεις που απασχόλησαν τις Ελληνικές Αρχές, αλλά και τους απλούς πολίτες που παρακολουθούσαν λεπτό προς λεπτό τις εξελίξεις.
Οι περισσότερες από αυτές εξιχνιάστηκαν και οι δράστες οδηγήθηκαν στη φυλακή, κάποιες περιπτώσεις όμως δεν είχαν αίσιο τέλος και τα θύματα βρέθηκαν δολοφονημένα και απανθρακωμένα, ενώ υπάρχουν και εκείνες που δεν έχουν διαλευκανθεί ακόμη και σήμερα.
Υπόθεση Μαρσελίνο (1990)

Ήταν απόγευμα Κυριακής στις 18 Μαρτίου του 1990. Ο Γιάννης Τσατσάνης ή αλλιώς Μαρσελίνο, όπως τον αποκαλούσαν τον νεαρό ποδοσφαιριστή, καθόταν σε μια καφετέρια όταν τον πλησίασαν οι δύο κολλητοί του φίλοι Κώστας Σπινιάρης και Δημήτρης Αγαπητός και του αναφέρουν, ότι γνωρίζουν ποιοι έχουν κλέψει το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου του και ότι μπορούσαν να το βρουν.
Ο 17χρονος τους ακολούθησε και ξεκίνησαν για το Σχιστό. Εκεί τους περίμεναν τρία άτομα (Σταμάτης Γρυπαίος, Δημήτρης Σκαφτούρος, Γιάννης Λαζάρου), τα οποία όρμησαν στον Μαρσελίνο, ρίχνοντας μάλιστα και μια πιστολιά στον αέρα για εκφοβισμό. Οι απαγωγείς, οι οποίοι όπως αποδείχθηκε ήταν γνωστοί του, μετέφεραν τον νεαρό ποδοσφαιριστή σε σπίτι στο Χαϊδάρι.
Ο Μαρσελίνο έμεινε δεμένος και με κουκούλα στο κεφάλι για 4-5 ημέρες, με τους απαγωγείς να τηλεφωνούν στον πάτερα του και να ζητούν 150.000.000 δραχμές ως λύτρα για να τον αφήσουν ελεύθερο. Μάλιστα στις τηλεφωνικές συνομιλίες ο απαγωγέας που έκανε τις διαπραγματεύσεις προσποιούνταν τον Ιταλό, ενώ έβαζε στον πατέρα του να ακούσει μαγνητοσκοπημένα μηνύματα του Μαρσελίνο.

Ο πατέρας κατήγγειλε τη απαγωγή στην Αστυνομία, ενώ οι δράστες αποφάσισαν να σκοτώσουν τον 17χρονο γιατί καθυστερούσε να τους δώσει τα λύτρα αλλά και γιατί πίστευαν ότι είχε αναγνωρίσει τους δύο κολλητούς του. Οι απαγωγείς λοιπόν οδήγησαν τον νεαρό σε ένα μαντρί στα Σκούρτα Βοιωτίας όπου είχαν σκάψει έναν λάκκο για να τον θάψουν. Οι δράστες τον πυροβόλησαν στην καρδιά και στον αυχένα και τον έθαψαν στο συγκεκριμένο σημείο.
Όταν επέστρεψαν πίσω συνέχισαν να τηλεφωνούν στον πατέρα του για τα λύτρα. Στις 19 Ιουνίου ο κτηνοτρόφος στον οποίο άνηκε το μαντρί ήρθε αντιμέτωπος με ένα μακάβριο θέαμα. Τα σκυλιά του είχαν ξεθάψει το πτώμα του Μαρσελίνο, το οποίο βρισκόταν σε προχωρημένη αποσύνθεση, ενώ το κεφάλι βρέθηκε 50 μέτρα πιο μακριά.
Στην κηδεία μάλιστα του νεαρού ποδοσφαιριστή οι δύο φίλοι του που βοήθησαν στην απαγωγή κρατούσαν το φέρετρο του. Η υπόθεση εξιχνιάστηκε μέσα σε λίγες ημέρες και οι δράστες οδηγήθηκαν στη φυλακή.
Υπόθεση Οσκανιάν (1991)

Στις 12 Ιουλίου του 1991 δύο άγνωστοι εισβάλουν στο σπίτι της οικογένειας Οσκανιάν στο Πόρτο Ράφτη και απαγάγουν την 12χρονη κόρη του εμπόρου πολύτιμων λίθων. Οι δράστες αναισθητοποίησαν την 55χρονη νταντά με χλωροφόρμιο και αρπάζουν το μικρό κορίτσι από το δωμάτιο. Η άτυχη γυναίκα αφήνει την τελευταία της πνοή λίγες ώρες αργότερα στο νοσοκομείο, από καρδιακό επεισόδιο το οποίο υπέστη.
Οι απαγωγείς μαθαίνουν την εξέλιξη και τρομοκρατούνται. Αποφασίζουν να αφήσουν ελεύθερη την μικρή χωρίς να πάρουν δραχμή από τα δύο εκατομμύρια δολάρια που είχαν ζητήσει από τον πατέρα της. Την 12χρονη Βελγίδα βρίσκει ένας ταξιτζής και την μεταφέρει στο σπίτι της. Η Αστυνομία δεν καταφέρνει να εντοπίσει τους δράστες, μέχρι την επόμενη απαγωγή ενός μικρού παιδιού.
Υπόθεση Δαλάκα (1995)

Τον Νοέμβριο του 1995 ο 11χρονος Κωστάκης Δαλάκας επέστρεφε σπίτι του από το σχολείο. Άγνωστοι τον σταματούν στον δρόμο, τον βάζουν σε ένα φορτηγάκι και εξαφανίζονται. Πριν λίγους μήνες η γιαγιά του είχε κερδίσει στο λαχείο 130 εκατομμύρια δραχμές, κάτι όμως που γνώριζαν μόνο οι κοντινοί τους άνθρωποι. Οι απαγωγείς, που όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων ήταν η ίδια σπείρα με εκείνη που απήγαγε την 12χρονη Οσκανιάν, τηλεφωνούν στην οικογένεια και τους αναφέρουν ότι είναι φορείς του Aids και ότι αν δεν έπαιρναν τα χρήματα θα μετέδιδαν τον ιό στον 11χρονο.
Πέντε ημέρες αργότερα τους παραδίδεται το ποσό των 41 εκατομμυρίων ευρώ και έτσι τον αφήνουν ελεύθερο. Ο Κωστάκης Δαλάκας ήταν εκείνος που οδήγησε τις αστυνομικές Αρχές στους δράστες καθώς είχε παρατηρήσει ότι οι απαγωγείς τον είχαν μεταφέρει σε ένα σπίτι κοντά στο δικό του, μόλις πέντε λεπτά απόσταση. Μάλιστα είχε συγκρατήσει ότι ανέβηκε επτά σκαλιά. Έτσι διαπιστώθηκε ότι το σπίτι άνηκε στον έμπορο αυτοκινήτων από την Γλυφάδα, Γιάννη Χειλά, φίλο της οικογένειας, που διατηρούσε σχέσεις µε τη Φανή Ιωάννου Χατζηρουσέα, µακρινή θεία του 11χρονου. Τα κινητά τους τηλέφωνα γίνονται αντικείμενο έρευνας και λίγες μέρες αργότερα ομολογούν, και μαζί τους δύο ακόμα άτομα, ότι ήταν οι δράστες των δύο απαγωγών.
Υπόθεση Χαΐτογλου (1995)

Τον Δεκέμβριο του 1995 ο γνωστός βιομήχανος Αλέκος Χαΐτογλου, κάνοντας την ίδια διαδρομή που έκανε κάθε μέρα, πηγαίνοντας στο εργοστάσιο παρασκευής χαλβά, πέφτει θύμα απαγωγή στο 2ο χιλιόμετρο της οδού Ωραιοκάστρου-Θεσσαλονίκης. Μπροστά του εμφανίστηκαν δύο οπλισμένοι άντρες, που όπως έγινε αργότερα γνωστό ήταν οι αδελφοί Παλαιοκώστα, οι οποίοι ήταν και οι εγκέφαλοι της απαγωγής.
Για ογδόντα ολόκληρες ώρες, ο βιομήχανος βρισκόταν μέσα σε ένα αυτοκίνητο το οποίο κινούνταν συνεχώς. Τελικά τον απελευθέρωσαν στα ΚΤΕΛ Καρδίτσας, αφού προηγουμένως ο αδερφός του είχε καταβάλει 260 εκατομμύρια ευρώ σε ερημική τοποθεσία στο Νομό Φθιώτιδας. Ο Κώστας Χαΐτογλου, πρόεδρος τότε στην ομάδα μπάσκετ του Ηρακλή, ήταν ο υπερτυχερός του Λόττο με κέρδη 160 εκατομμύρια δραχμές.
Η οικογένεια Χαΐτογλου προσέφυγε στη Δικαιοσύνη καθώς θεώρησε ότι έγιναν λάθη και παραλείψεις στην υπόθεση, ζητώντας μάλιστα και αποζημίωση. Το Συμβούλιο της Επικρατείας όμως έκρινε πως δεν υπήρξαν παραλείψεις, ακυρώνοντας έτσι την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, που επιδίκασε αποζημίωση στον Αλέκο Χαΐτογλου και σε βάρος του Δημοσίου 228.427 ευρώ, που ισοδυναμούσε στο 30% των λύτρων.
Μετά την απελευθέρωσή του ο Χαΐτογλου είχε δηλώσει στην εφημερίδα «Θεσσαλονίκη» για τους απαγωγείς του: «Μπορώ να πω ότι μου φέρθηκαν ανθρώπινα πάνω απ' όλα και είχα την ευκαιρία να συζητήσω μαζί τους ώρες ατελείωτες και να καταλάβω ότι πρόκειται για ανθρώπους ενήμερους για όλη την κατάσταση που επικρατεί εδώ στην Ελλάδα και μάλιστα θα έλεγα ότι είχαν και κάποιο επίπεδο σαν άνθρωποι γενικά...».
Υπόθεση Κουκέα (1996)

Ήταν το βράδυ της 25ης Ιανουαρίου του 1996, όταν η 24χρονη καθηγήτρια ξένων γλωσσών Ζέτα Κουκέα, επέστρεφε στο σπίτι της στο Ψυχικό όπου και έπεσε θύμα απαγωγής. «Επέστρεφα στο σπίτι μου στο Νέο Ψυχικό. Μόλις πάρκαρα το αυτοκίνητό μου, με απήγαγαν άγνωστοι με καλυμμένα τα πρόσωπά τους και με μετέφεραν σε ένα σπίτι... Ήμουν τρομοκρατημένη» είπε αργότερα στην κατάθεσή της.
Επί τέσσερις ημέρες την κρατούσαν όμηρο ζητώντας από τον πατέρα της λύτρα, για να καταλήξουν τελικά στο ποσό στο ποσό των 49,4 εκατομμυρίων δραχμών, από τα 400 που ζητούσαν αρχικώς. Το ραντεβού για την παράδοση των χρημάτων δόθηκε κάτω από υπόγεια διάβαση τούνελ κοντά στη φιλοσοφική σχολή της πανεπιστημιούπολης Ζωγράφου. Ο πατέρας της 24χρονης κοπέλας τους παρέδωσε τα χρήματα και οι απαγωγείς την οδήγησαν στην περιοχή του Παλαιού Φαλήρου όπου είχαν παρκάρει το αυτοκίνητό της και εξαφανίστηκαν. Το υπουργείο Δημόσιας Τάξης τους επικήρυξε με το ποσό των 200.000.000 δραχμών. Οι απαγωγείς συνελήφθησαν στις 8 Φεβρουαρίου του 1996.
Υπόθεση Ζώνα (2001)

Φεβρουάριος του 1996 και ο 35χρονος τότε Μιχάλης Μεταξάς, γιος του ιδιοκτήτη των ξενοδοχείων «Maris» στην Κρήτη, Νίκου Μεταξά, όπως κάθε πρωί κατευθυνόταν στο σημείο όπου είχε παρκάρει το αυτοκίνητο του στο Ηράκλειο της Κρήτης, προκειμένου να πάει στο εργοστάσιο κεραμοποιίας του. Ξαφνικά πέντε άτομα που του είχαν στήσει καρτέρι, με την απειλή όπλων τον ακινητοποίησαν, τον έβαλαν στο δικό τους αυτοκίνητο και εξαφανίστηκαν.
Λίγες ώρες μετά την απαγωγή άγνωστοι τηλεφώνησαν στον αδελφό του απαχθέντος, Ανδρέα Μεταξά, του ανακοίνωσαν ότι είχαν απαγάγει το Νίκο και του ζήτησαν το ποσό του ενός δισεκατομμυρίου δραχμών για να τον απελευθερώσουν. Παράλληλα τους συνέστησαν να μην καταγγείλουν το γεγονός στην Ελληνική Αστυνομία. Ο πατέρας και ο αδελφός σοκαρισμένοι καταφεύγουν στην αστυνομία, ενώ λίγο αργότερα ο πατέρας μεταφέρεται στο νοσοκομείο με καρδιακό επεισόδιο.
Αξιωματικοί της Ασφάλειας φθάνουν από την Αθήνα για να χειριστούν την υπόθεση. Ακολούθησε μια σειρά τηλεφωνημάτων και διαπραγματεύσεων, για να κατεβάσουν τελικά το ύψος των χρημάτων από το ένα δισεκατομμύριο στα 500.000.000 δραχμές, στη συνέχεια κατέβηκαν στα 300.000.000, μετά στα 100.000.000 για να καταλήξουν τελικά στα 50.000.000 δρχ. Οι απαγωγείς έδωσαν εντολή στον αδελφό του Ανδρέα Μεταξά, να αφήσει τα χρήματα έξω από ταβέρνα του Ηρακλείου Κρήτης, όπως και έπραξε. Τρεις ώρες αργότερα τον αφήνουν ελεύθερο κάτω από μια γέφυρα στο Λασίθι. Τον Οκτώβριο του 2001 ο βαρυποινίτης Παναγιώτης Βλαστός ομολογεί την συμμετοχή του στην απαγωγή.
Υπόθεση Μυλωνά (2008)

Στις 9 Ιουνίου 2008, η απαγωγή του επιχειρηματία Γιώργου Μυλωνά στην Θεσσαλονίκη θα συγκλονίσει το Πανελλήνιο. Τρεις πάνοπλοι κουκουλοφόροι, του την έχουν στημένη στο πάρκινγκ της μονοκατοικίας του στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης. Ο επιχειρηματίας επέστρεφε από φαγητό με την σύζυγο του, ενώ λίγη ώρα νωρίτερα είχε πει στον σωματοφύλακα του ότι μπορεί να αποχωρήσει. Οι κακοποιοί τον αναγκάζουν να επιβιβαστεί στο αυτοκίνητο και αφήνουν ελεύθερη την σύζυγο του. Οι απαγωγείς κρατούσαν τον «βασιλιά του αλουμινίου» σε μια μονοκατοικία έξω από την Θεσσαλονίκη, ζητώντας λύτρα από την γυναίκα του.
«Εγκέφαλος» της απαγωγής αποδείχθηκε ο Βασίλης Παλαιοκώστας, ο οποίος κατάφερε να αποσπάσει από την σύζυγο του επιχειρηματία, το αστρονομικό ποσό των 13.000.000 ευρώ ως λύτρα. «Εσύ μπορεί να είσαι ο Μυλωνάς του αλουμινίου, αλλά εμείς είμαστε οι Βαρδινογιάννηδες στις απαγωγές», ήταν τα λόγια του Βασίλη Παλαιοκώστα στον Γιώργο Μυλώνα, όπως αποκάλυψε ο ίδιος. Οι απαγωγείς συνελήφθησαν λίγο αργότερα και δικάστηκαν και για την συγκεκριμένη υπόθεση.
Υπόθεση Κυπριωτάκη (2009)

Στις 20 Μαΐου του 2009 ο 50χρονος ιδιοκτήτης εργοστασίου χρωμάτων από το Ηράκλειο Γιάννης Κυπριωτάκης, βρίσκεται άγρια δολοφονημένος και απανθρακωμένος. Δύο μέρες νωρίτερα είχε απαχθεί, με τους απαγωγείς του να τηλεφωνούν στη γυναίκα του και να ζητούν λύτρα 300.000 ευρώ. Μετά από διαπραγματεύσεις οι απαγωγείς συμφώνησαν να λάβουν το πόσο των 150.000 ευρώ για να τον αφήσουν ελεύθερο. Η συνάντηση ορίσθηκε, τα λύτρα δόθηκαν ο 50χρονος άνδρας όμως δεν αφέθηκε ποτέ ελεύθερος. Οι απαγωγείς του υπό τον φόβο ότι τους έχει αναγνωρίσει τον στραγγάλισαν και μάλιστα όπως αποδείχθηκε πριν παραλάβουν τα λύτρα.

Το σοκ της οικογένειας ήταν τεράστιο ενώ η Αστυνομία έπειτα από συνεχείς έρευνες κατάφερε να εντοπίσει και να συλλάβει τους απαγωγείς. Ένας Ηρακλειώτης και δύο Σύροι ήταν οι απαγωγείς και δολοφόνοι του 50χρονου. Και οι τρεις πρωτόδικα καταδικάστηκαν σε ποινή ισόβιας κάθειρξης. Όπως αποκαλύφθηκε στο δικαστήριο οι τρεις τους είχαν συντάξει λίστα με εύπορους κρητικούς που είχαν σκοπό να τους απαγάγουν.
Οι υπόλοιπες υποθέσεις στο δεύτερο μέρος
newsbeast.gr