"Όταν κλείσω τα μάτια μου οριστικά είναι βέβαιο ότι αυτά δεν θα μείνουν ανοιχτά, γιατί θα είμαι ευτυχισμένη καθώς σε βρήκα μετά τόσα χρόνια". Το τρέμουλο στη φωνή της Σεϊμέ πρόδιδε την έντονη συγκινησιακή φόρτιση της 67χρονης Πομάκας, που λίγες ώρες πριν είχε γνωρίσει τον άνθρωπο, στο πρόσωπο του οποίου αναγνώρισε τον γιο που γέννησε μερικές δεκαετίες πριν και τον στερήθηκε για 44 ολόκληρα χρόνια. Στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, ο Γιώργος Δημητρίου από τη Θεσσαλονίκη, ακούει με την ίδια συναισθηματική φόρτιση τη φωνή της γυναίκας που τού εξομολογήθηκε πως είναι η βιολογική του μητέρα, την οποία έμελλε να γνωρίσει από ...τύχη.
Ήταν μερικούς μήνες πριν, όταν άκουσε για πρώτη φορά πως δεν ήταν παιδί των ανθρώπων που τον μεγάλωσαν -οι οποίοι δεν βρίσκονται πλέον στη ζωή- αλλά "μιας γυναίκας 65-70 ετών, ονόματι Σεϊμέ, που ζει σε κάποιο πομακοχώρι της Ξάνθης και είναι μάνα ενός ανάπηρου κοριτσιού, περίπου 25 χρονών, από επόμενο γάμο της" καθώς και ότι ο βιολογικός πατέρας του δεν ζούσε, όπως έλεγαν οι πληροφορίες.
Αφού εξακρίβωσε, λοιπόν, πως δεν ήταν το βιολογικό παιδί της Στέλλας και του Φώτη, που τον ανέθρεψαν στον οικισμό Ρομά του Δενδροποτάμου, πήρε τη μεγάλη απόφαση και με συντροφιά δυο φίλους του δημοσιογράφους, ένα πρωινό Σαββάτου ξεκίνησε το μεγάλο ταξίδι για να βρει τις ...ρίζες του.
Λίγες ώρες αργότερα κι ενώ οι τρεις άνδρες περιπλανιόνταν στη μειονοτική συνοικία Πούρναλικ (ή αλλιώς Ρέμβη) της Ξάνθης, βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη δυσπιστία όσων προσέγγιζαν προκειμένου να αντλήσουν πληροφορίες που θα τους οδηγούσαν στο πολυπόθητο αποτέλεσμα.
"Να με συμπαθάτε, αλλά έτσι δεν πρόκειται να πάρετε πληροφορίες γιατί ποιος θα σας μιλήσει για μια άγνωστη γυναίκα που ψάχνετε" αναρωτήθηκε μια γυναίκα του μειονοτικού συνοικισμού, όταν την προσέγγισαν για να ρωτήσουν πληροφορίες για τη Σεϊμέ. "Μόνο ο Θεός ξέρει τι είμαστε και από πού έρχονται αυτοί που ρωτούν" σχολίασε ο σύζυγός της από την ταράτσα του σπιτιού τους.
Η μικρή περιπλάνηση στα δρομάκια του συνοικισμού αποδείχθηκε άκαρπη και οι έρευνες συνεχίστηκαν με τη συνδρομή της Βαγγελιώς, παιδικής φίλης της Σεϊμέ, και του γιου της Λευτέρη, που "επιστρατεύτηκαν" από την Κομοτηνή. Από το παλιό και το νέο Εράσμιο, ο δρόμος έφερε την ομάδα κοντά στην Κεραμωτή και στη Χρυσούπολη κι ενώ η απογοήτευση ήταν έκδηλη και είχαν συμφωνήσει πως θα συνέχιζαν την προσπάθεια κάποια άλλη μέρα, ήρθε η πληροφορία που έμελλε να αλλάξει τον ρου της αναζήτησης. Σ' ένα καφενείο κάποιος είπε στον Γιώργο Δημητρίου και την παρέα του ότι η γυναίκα που αναζητούν βρίσκεται κατά πάσα πιθανότητα στο γειτονικό χωριό, την Ηλιόπετρα, που παρά το ειδυλλιακό της όνομα, θύμιζε περισσότερο σκηνικό από ...γουέστερν.
Το κατώφλι του σπιτιού της γυναίκας που αποδείχθηκε πως τελικά ήταν η Σεϊμέ πέρασε πρώτη η κυρα-Βαγγελιώ και χωρίς περιστροφές είπε στην 67χρονη, που την κοιτούσε με έκπληξη: "Τρεις άνδρες από τη Θεσσαλονίκη ήρθαν να σε βρουν". Το πρόσωπο της Σεϊμέ φωτίστηκε και το βλέμμα της "στάθηκε" στο πρόσωπο του Γιώργου Δημητρίου. Αφού έβγαλε μια κραυγή απόγνωσης, χαρμολύπης και βαθιάς συγκίνησης, σωριάστηκε λιπόθυμη στο έδαφος και ώσπου να συνέλθει η αυλή του σπιτιού της είχε γεμίσει από γείτονες που νόμισαν πως κάτι κακό είχε συμβεί...
Η Βαγγελιώ και ο γιος της εξηγούσαν στους αποσβολωμένους γείτονες τι είχε συμβεί και όταν λίγη ώρα μετά η γυναίκα συνήλθε, έβγαλε μια κραυγή ακόμη πιο δυνατή από την πρώτη. Φαίνεται πως τα 44 χρόνια του αναγκαστικού, όπως εξηγούσε αργότερα, χωρισμού από το νεογέννητο παιδί της, είχαν συσσωρεύσει μέσα της οδύνη, πίκρα, στέρηση, αλλά και τύψεις...
Προσπαθούσε, με "σπασμένα" ελληνικά να δικαιολογήσει την απόφαση που πήρε νέα ακόμη να δώσει το παιδί της παρά το γεγονός πως ο πολύ πιο ψύχραιμος άνδρας, με την έντονη ομοιότητα απέναντί της, της έλεγε πως δεν χρειάζεται να μάθει λεπτομέρειες.
Για περισσότερο από μιάμιση ώρα, η 67χρονη αγκάλιαζε, φιλούσε και χάιδευε τον άνδρα, στο πρόσωπο του οποίου αναγνώρισε το παιδί που χρόνια πριν είχε δώσει σε άλλη οικογένεια. Με τα βαμμένα με χένα χέρια της, ενόψει του Ραμαζανιού, προσευχόταν και ομολόγησε πως πριν δώσει τον μόλις έξι μηνών τότε γιο της στην οικογένεια των Ρομά που τον μεγάλωσε, τού είχε δώσει το όνομα Εμπράχ.
Οι συζητήσεις είχαν έντονη φόρτιση και οι δυο πρωταγωνιστές της συγκινητικής ανθρώπινης ιστορίας, αντάλλαξαν τηλέφωνα, μίλησαν με κοινά συγγενικά πρόσωπα, και κάποια στιγμή, η 67χρονη μύρισε τον λαιμό του άνδρα απέναντί της για να διαπιστώσει, αν είχε ακόμα την ίδια ...μυρωδιά, όπως τότε που τον παρέδιδε στη νέα του οικογένεια. Και αυτός, της έλεγε καθησυχαστικά: "Ήρθα να σε ευχαριστήσω, επειδή με έδωσες στους καλύτερους γονείς που υπήρχαν για μένα στον κόσμο. Ο Θεός να ήθελε να με στείλει δεν θα με έστελνε εκεί. Σαν θεός με πήρες και με έδωσες στον Φώτη και την Στέλλα...".
Με τις εικόνες αυτές βαθιά χαραγμένες στο μυαλό, ο Γιώργος Δημητρίου πήρε τον δρόμο της επιστροφής στη Θεσσαλονίκη και στο δίωρο της διαδρομής το τηλέφωνό του χτύπησε αρκετές φορές, με τη Σεϊμά να του μιλά γεμάτη συγκίνηση και τρυφερότητα από την άλλη πλευρά της γραμμής.
Πηγή: makthes.gr