Είναι άραγε ιστορικές οι στιγμές που ζούμε τους τελευταίους μήνες ή μάλλον δεν είχαμε συνειδητοποιήσει πόσο… ιστορικές ήταν οι στιγμές που ζούσαμε την τελευταία δεκαετία; Όσο παράλογο ή παράδοξο και αν φαίνεται ή ακούγεται, το δεύτερο σενάριο μου φαντάζει πιο πιθανό, σε ότι αφορά την εθνική ομάδα. Είχαμε ξεχάσει εδώ και μία δεκαετία τι θα πει… «απόλυση ομοσπονδιακού προπονητή», τι θα πει «απόλυση τεχνικού διευθυντή της ομάδας», τι θα πει «επεισόδιο στα αποδυτήρια», τι θα πει… απαξίωση.
Δυστυχώς δεν είναι μόνο αγωνιστική η απότομη είναι αλήθεια κατηφόρα αυτής της ομάδας. Είναι σε όλα τα επίπεδα. Είναι σε διοικητικό επίπεδο, καθώς ο Γκαγκάτσης και ο Πιλάβιος με τα καλά και τα στραβά τους, διατηρούσαν μία σχετική σοβαρότητα παντού και κυρίως διατηρούσαν τα στεγανά, κάνοντας πιθανότατα καλύτερες επιλογές, είναι σε επίπεδο επιλογών, καθώς οι τελευταίοι ομοσπονδιακοί (που πάλι η ΕΠΟ βέβαια επέλεξε) έμοιαζαν να μην αντιλαμβάνονται το πρότζεκτ. Είναι σε επίπεδο αποδυτηρίων, αφού χάθηκε η «χημεία» και το «οικογενειακό κλίμα» για το οποίο όλοι έκαναν λόγο. Χάθηκαν όλα.
Σε έναν μόνο χρόνο. Χάθηκε η σπίθα. Χάσαμε το ενδιαφέρον μας. Για μία ομάδα, που μας είχε αναγκάσει να ξενυχτάμε τέτοιο καιρό περίπου πέρυσι, για να διαπιστώσουμε αν μπορούμε να φθάσουμε στα πιο ψηλά σκαλοπάτια του κόσμου! Όχι της Ευρώπης. Αυτά τα είχαμε κατακτήσει προ πολλού. Του κόσμου! Μία Ελλαδίτσα, που ποδοσφαιρικά είναι ανύπαρκτη, που δεν έχει να παρουσιάσει ούτε ένα ευρωπαϊκό τρόπαιο σε επίπεδο συλλόγων, που έχει ένα πρωτάθλημα που πηγαίνει από το κακό στο χειρότερο.
Δυστυχώς, η εθνική ομάδα, σε όλα τα επίπεδα του οργανισμού της, έχει αρχίσει να συμπεριφέρεται και να παρουσιάζει δείγματα καθημερινής ελληνικής ομάδας. Με λάθος επιλογές, με εγωισμούς, με κουτσομπολιό, με δηλητήριο να ρέει άφθονο εντός αποδυτηρίων και γραφείων, με ένα μάτσο ανεύθυνους, που κοιτάνε να αποβάλλουν από πάνω τους οτιδήποτε μπορεί να τους καταστήσει υπεύθυνους στα μάτια του κόσμου. Αυτή δεν είναι η εθνική ομάδα που αγαπήσαμε. Όχι γιατί έχασε από τα Φερόε ή δεν κατάφερε να κερδίσει άλλες ομάδες που κάποτε τις είχαμε για πρωινό.
Γιατί πολύ απλά εμείς αγαπήσαμε την εθνική της οικογένειας, την εθνική που ήξερε τι έψαχνε στο γήπεδο, την εθνική που με τα στραβά ή τα καλά της, έφερνε το αποτέλεσμα, την εθνική που δεν πρόδιδε τα όνειρα μας, την εθνική που ξεχώριζε από την μπόχα και την αηδία του ελληνικού ποδοσφαίρου, την εθνική που ήξερε να κρατάει στεγανά, την εθνική που είχε μοναδικό τρόπο να απορροφά κραδασμούς, την εθνική που έπαιρνε ζωή από τα ίδια τα αποδυτήρια της. Δυστυχώς αυτή η εθνική έπαψε… αγάπη να θυμίζει…