αποχώρηση (η) θηλυκό
η ενέργεια του αποχωρώ. 1. απομάκρυνση από κάποιο χώρο ή τόπο 2α. διακοπή της συνεργασίας ή της συμμετοχής. β. διακοπή κάποιας μακρόχρονης δραστηριότητας.
φυγή (η) θηλυκό (χωρίς πληθ.)
1. βιαστική, εσπευσμένη απομάκρυνση κάποιου μπροστά σε μια απειλή, σε έναν κίνδυνο. 2. η κρυφή, η μη επιτρεπόμενη εγκατάλειψη ενός τόπου, μιας χώρας. 3. η προσπάθεια, η τάση αποφυγής καταστάσεων που κρίνονται ως ιδιαίτερα δυσάρεστες, δύσκολες, που δεν είναι δυνατό να υπερνικηθούν ή να αντιμετωπιστούν με επιτυχία
(πηγή: greek-language.gr)
Αποχωρείς δηλαδή οικειοθελώς από κάπου, εφόσον το κρίνεις εσύ έτσι, ότι έχεις τελειώσει τη δουλειά σου εκεί, ότι δεν θέλεις άλλο να βρίσκεσαι εκεί, διακόπτεις κάτι επειδή το θέλεις εσύ. Φυγαδεύεσαι από κάπου όταν δεν μπορείς να μείνεις άλλο εκεί. Όταν κρίνεται επιβεβλημένο ότι η τυχόν παραμονή σου στον χώρο συνιστά απειλή και ότι θα μπορούσε να προκαλέσει δυσάρεστες καταστάσεις.
Όταν φεύγεις από την πίσω πόρτα, δεν αποχωρείς, αποφεύγεις. Αποφεύγεις να αντιπαρατεθείς, δε θέλεις να συζητήσεις καν, δε θέλεις να ακούσεις. Δε θέλεις ή δεν μπορείς να αναπτύξεις τα επιχειρήματά σου για τον ΟΠΕΚΕΠΕ, για τις καθυστερήσεις στις ενισχύσεις και στις αποζημιώσεις του ΕΛΓΑ, δεν έχεις τι να πεις για τα χιλιάδες σφαγμένα αιγοπρόβατα λόγω της ευλογιάς. Όπως μάλλον δεν έχεις να δώσεις λύσεις για το αυξημένο κόστος παραγωγής.
Όταν φυγαδεύεσαι αντί να βγεις μπροστά και να μιλήσεις, να συζητήσεις όπως οφείλεις ως ηγέτης, τότε είναι σκούρα τα πράγματα. Γιατί ως η κεφαλή μιας χώρας θα έπρεπε να είναι αυτονόητο ότι δεν αποφεύγεις τα δύσκολα.
Ακολουθήστε τη σελίδα του metrosport.gr και στο google news
Μπείτε στην παρέα μας στο instagram
Κάντε like στη σελίδα μας στο facebook
Εγγραφείτε στο κανάλι του metrosport.gr και του Metropolis 95.5 στο youtube
Μαζί και στο spotify