Αρζουμανίδης: «Στην ψυχή κάθε Ελληνα κρύβεται ένας μαχητής»

Χρύσανθος Δοβλέτογλου14 Φεβρουαρίου 2020

Ο αθλητισμός είναι μία διαδρομή κατά την διάρκεια της οποίας πρέπει να κρατάς τις αξίες της ζωής. Αυτόν τον κανόνα τον γνωρίζει πολύ καλά ο Γιάννης Αρζουμανίδης, ο υπερήφανος Πόντιος αθλητής που παραμένει αήττητος στην καριέρα του εντός συνόρων στο MMA από το 2012.

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 22 Οκτωβρίου του 1986 και μεγάλωσε στις περιοχές της Αρετσούς και της Νέας Κρήνης του Δήμου Καλαμαριάς. Σε ηλικία επτά ετών ξεκίνησε Τάε Κβο Ντο, ενώ στα 22 του άρχισε να κάνει, παράλληλα, με το τζούντο ελευθέρα πάλη, κατακτώντας λίγους μήνες αργότερα το πρώτο του παγκόσμιο μετάλλιο.

Ενας σοβαρός τραυματισμός στον ώμο το 2012, ο οποίος του στέρησε τη συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου, τον έστρεψε στο ΜΜΑ και ως χαρακτήρας που είναι συνυφασμένος με την επιτυχία έχει εξελιχθεί σε έναν από τους πιο καταξιωμένους αθλητές του χώρου.

Στις 22 Φεβρουαρίου ο τίμιος γίγαντας, Γιάννης Αρζουμανίδης, θα αντιμετωπίσει τον καταξιωμένο Τούρκο, Μεχμέτ Οζέρ, στο Συνεδριακό Κέντρο «Ιωάννης Βελλίδης» σε έναν αγώνα που οι φαν του αθλήματος περιμένουν με κομμένη την ανάσα.



Στην τελική ευθεία για την μεγάλη μάχη ο Γιάννης Αρζουμανίδης μας άνοιξε την καρδιά του:

«Το MMΑ επειδή είναι η ολοκλήρωση των πολεμικών τεχνών ήταν μία αναζήτησή μου. Είμαι λάτρης των πολεμικών τεχνών από μικρό παιδί. Ασχολήθηκα με το Τάε Κβο Ντο, μετά με το τζούντο, μετά με την πάλη, μετά λίγο με μποξ και με kick boxing και μετά κατέληξα στο MMA. Ως λάτρης των αθλημάτων, λοιπόν, η μητέρα μου με ξεκίνησε. Μετά το Τάε Κβο Ντο θέλαμε κάτι πιο δυναμικό. Δοκιμάσαμε τα ομαδικά αθλήματα, αλλά δεν μας έβγαιναν με τίποτα. Ούτε στο μπάσκετ, ούτε στο ποδόσφαιρο. Οπότε επέλεξα την πάλη όπου οι διακρίσεις ήρθαν γρήγορα.

Μέσα σε έξι μήνες αναδείχθηκα πανελληνιονίκης, ενώ μέσα σε τρεις μήνες στο τζούντο, επίσης, ήμουν πανελληνιονίκης. Εκανα παράλληλα και τα δύο και μετά γνώρισα και επιστημονικά τα αθλήματα περνώντας στα ΤΕΦΑΑ. Για καλή μου τύχη το 2008 και το 2009 κατάφερα να έρθω πρώτος στην κατηγορία των ανδρών σε Τζούντο, Πάλη, Παγκράτιο και τρίτος στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Γκράμπλινγκ.

Η μεγάλη επιτυχία στο Πανευρωπαϊκό Ελεύθερης Πάλης το 2009 και μετά η κατάκτηση του Παγκοσμίου Μεταλλίου την ίδια χρονιά, σηματοδότησε μία πολύ μεγάλη πορεία στην Ελεύθερη Πάλη που είναι ολυμπιακό άθλημα. Μου έδωσε δύναμη να προσπαθήσω μέχρι και το 2012, όπου πήρα ακόμη ένα Παγκόσμιο Μετάλλιο.

Το 2012 είχα έναν δύσκολο τραυματισμό στην ωμική ζώνη που με πήγε πάρα πολύ πίσω, οπότε τότε πήρα μία απόφαση. Είχα κλείσει ουσιαστικά τον αθλητικό ολυμπιακό μου κύκλο με την Πάλη και είπα ότι είναι η στιγμή να κάνω την μετάβασή μου στο MMA.

Από τότε, επί σειρά ετών, είμαι αήττητος στις εγχώριες διοργανώσεις και, μάλιστα, είμαι από τους λίγους που έχουν το κουράγιο και παίζουν στο εξωτερικό σε δυνατές διοργανώσεις, σε χώρες όπως η Ρωσία. Πότε νικάμε, βέβαια, και πότε χάνουμε, γιατί και η ήττα είναι μέσα στο πρόγραμμα.»

- Ποιο είναι το μυστικό της μέχρι στιγμής αήττητης πορείας σου;

«Δεν υπάρχει μυστικό. Επειδή μιλάμε για επαγγελματικό αθλητισμό είναι ματσαρίσματα τα οποία γίνονται με συμφωνία. Αν, δηλαδή, είμαι τραυματισμένος όσο και να νιώθω ότι ένας αντίπαλος είναι στα μέτρα μου δεν θα το ρισκάρω γιατί μπορεί να προδώσει ο ίδιος μου ο εαυτός.

Πρώτα, λοιπόν, θα πρέπει να είμαι εγώ εντάξει και να δώσω το ok. Φυσικά, και να αξίζει τον κόπο γιατί μπορεί μετά το ματς να μην είσαι ο ίδιος άνθρωπος. Να έχεις, για παράδειγμα, ένα σπασμένο χέρι, να έχεις μία διάσειση, έναν πονοκέφαλο που μπορεί να κρατήσει έναν μήνα...

Σίγουρα, από εκεί και πέρα, πρέπει να είσαι τυχερός, να εκμεταλλευτείς τις κατάλληλες στιγμές και να ξέρεις ποιος είσαι. Το δικό μου ατού είναι η επαφή, οπότε δίνω έμφαση στην προπόνηση πώς θα αποφεύγω τις γροθιές και τις κλωτσιές και όχι πώς να τελειοποιήσω τα χτυπήματα μου γιατί ξέρω ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό, μιας και είμαι 18 χρόνια παλαιστής.

Είναι σαν να παίζω 18 χρόνια ποδόσφαιρο και μετά να πω ότι θα παίξω μπάσκετ. Στην καλύτερη περίπτωση θα μάθω λίγο να κινούμαι στην ρακέτα. Αρα, λοιπόν, η σωστή προετοιμασία της φυσικής κατάστασης και η σωστή τακτική με έφεραν εδώ που με έφεραν. Σε αμφιλεγόμενους αγώνες, που λίγο ταρακουνήθηκα, είχα το ψυχικό σθένος να γυρίσω το παιχνίδι, να πάρω τον αντίπαλο κάτω και να τελειώσω κάτω, είτε με «πνιγμό», είτε με εξάρθρωση, είτε με χτυπήματα.»

- Οι επιτυχίες σου ήταν πάρα πολλές. Υπήρχε, όμως, κάτι που ήθελες να κάνεις και δεν σου βγήκε στην πορεία;

«Ναι. Ηθελα να πάω στους Ολυμπιακούς Αγώνες και αυτό είναι κάτι που δεν το κατάφερα. Είμαι σίγουρος ότι και να γυρνούσα τον χρόνο πίσω, πάλι δεν θα μπορούσα λόγω του τραυματισμού μου. Εκανα ό,τι μπορούσα, δεν ήταν στο χέρι μου. Αυτός είναι ο Γιάννης. Κατάφερα να φέρω ένα Μεσογειακό Μετάλλιο, έχω δύο πέμπτες θέσεις στην Ευρώπη και δύο Παγκόσμια Μετάλλια στο Πανευρωπαϊκό. Δόξα τω Θεώ».

- Ακολουθεί τώρα ο αγώνας με τον Τούρκο, Μεχμέτ Οζέρ, τον οποίο γνωρίζεις καλά... Τι σημαίνει για σένα ο συγκεκριμένος αντίπαλος, έχει ιδιαιτερότητες;

«Για να μην προσωποποιούμε τις καταστάσεις, όταν ξεκίνησε το promotion να θέλει να κάνει ένα event Ελλάδα VS Τουρκία, επειδή θεωρώ τον εαυτό μου πατριώτη ήθελα να δώσω το παρών. Οπότε δεν προκάλεσα τον συγκεκριμένο αντίπαλο, απλώς έδωσα το ελεύθερο να γίνουν οι απαραίτητες επικοινωνίες για να βρεθεί ανταγωνιστικός αθλητής.

Ξεκίνησε από την άλλη πλευρά μία κακή κατά την γνώμη μου φάρσα στο Facebook. Ισως άθελά του έθιξε ευαίσθητα σημεία του πατριωτισμού μου, τα οποία, ευτυχώς, τα πήρε πίσω. Για το καλό του ευ αγωνίζεσθε αποδέχθηκα τον αγώνα, για το καλό ευ αγωνίζεσθε, όμως, του ζήτησα να μην σηκώσουμε τις εθνικές μας σημαίες για να μην δώσουμε εκτάσεις και να μείνουμε μόνο στο αθλητικό κομμάτι.

Του είπα, ωστόσο, να σηκώσουμε τις σημαίες των προγόνων μας. Εγώ έχω μία ποντιακή και μία μακεδονική σημαία να σηκώσω και περιμένω να δω τι σημαία έχει και ο κύριος να σηκώσει. Από εκεί και πέρα, τα χαρακτηριστικά του είναι, κυρίως, το στράικινγκ, έχει ειδικότητα στα λακτίσματα. 

Τον τελευταίο καιρό έχει παίξει σε μεγάλες διοργανώσεις. Περιμένω να δώσει μεγάλη έμφαση στο πώς θα μπλοκάρει το παιχνίδι μου. Θα θελήσει, σίγουρα, να κρατήσει μία απόσταση. Εγώ δεν θα περιμένω τα χτυπήματά του, θα προσπαθήσω να χαλάσω τον ρυθμό του και να τον πάρω στο έδαφος».

- Ολες αυτές οι προκλήσεις μήπως λειτούργησαν και ευεργετικά για εσένα;

«Το πήρα προσωπικά και πατριωτικά θα έλεγα, όμως, προσπαθώ πάντα να μην αφήνω τις φωνές να με επηρεάζουν τόσο πολύ. Θέλω να παραμείνω αθλητής και να είναι κρύο το αίμα μου όταν θα παίξω για να μην γίνει κάποιο λάθος που δεν θα το θέλει κανείς μας. Μου αρέσει να έχω τον έλεγχο και αφού τελειώσει ο αγώνας να του πω πολύ απλά είσαι καλοδεχούμενος στην Ελλάδα γιατί είμαστε φιλόξενη χώρα.»

- Από τον τελευταίο αγώνα που έδωσες με τον Οζέρ πόσο έχεις αλλάξει αγωνιστικά;

«Πιστεύω ότι οι μεταγενέστερες εμπειρίες μου στις πολεμικές τέχνες, ειδικά στην Ρωσία, με βοήθησαν πάρα πολύ για να βάλω υψηλότερα τον πήχη. Από τότε, σίγουρα, βελτίωσα περισσότερο την ψυχολογία μου. Οταν, λοιπόν, θα τον ξαναδώ τώρα πιστεύω ότι είμαι ένα σκαλί καλύτερος από την προηγούμενη φορά.

Οταν θα τον αντιμετωπίσω νομίζω ότι θα έχει γίνει ήδη η «μάχη» μέσα στο μυαλό μας. Είναι πολύ κουραστικό που μεγαλώνουμε ηλικιακά, αλλά αυτός είναι ο λόγος που πρέπει να κάνουμε ακόμη περισσότερη προπόνηση. Γι' αυτό εγώ έχω δίπλα μου τον Νίκο Χατζηστεργίου, τον άνθρωπο με τα ατσάλινα πνευμόνια, να δουλεύουμε ακατάπαυστα σαν... λίαρ τζετ, πάντα αθόρυβα. Ο Νίκος είναι από τους ανθρώπους που με εκτίμησε από την πρώτη στιγμή και στάθηκε στο πλευρό μου αφιλοκερδώς χωρίς να υπολογίζει τίποτα.»

Ο Γιάννης Αρζουμανίδης με τον προπονητή του, Νίκο Χατζηστεργίου, τον «άνθρωπο με τα ατσάλινα πνευμόνια», όπως χαρακτηρίζει

- Ποιο μήνυμα θα ήθελες να στείλεις στον κόσμο;

«Είναι ένα event Ελλάδα - Τουρκία. Ομως πιστεύω ότι δεν πρέπει να αφήνουμε καταστάσεις ανεξέλεγκτες. Σίγουρα. βέβαια, δεν μπορούμε να σβήσουμε το παρελθόν, ό,τι και να γίνει. Οι προγονοί μου δεν έφυγαν από την Τραπεζούντα και την Σαμψούντα επειδή ήθελαν να αλλάξουν περιβαλλοντολογικές συνθήκες. Εφυγαν γιατί εκδιώχθηκαν και αυτό είναι κάτι που πρέπει στην Τουρκία να το παραδεχθούν.

Από εκεί και πέρα, είναι μία μάχη, όχι πόλεμος γιατί κανείς δεν πεθαίνει, απλά κάποιος νικάει και κάποιος χάνει. Το ζητούμενο είναι να διατηρήσουμε το ευ αγωνίζεσθε. Σίγουρα δεν είμαστε εχθροί, μπορεί, όμως, και φίλοι να μην γίνουμε ποτέ... Θα παρακαλούσα τον κόσμο να μας τιμήσει με την παρουσία του, να μας στηρίξει με την φωνή του και να μείνει εκεί. Γιατί είμαι βέβαιος ότι στην καρδιά και στην ψυχή κάθε Ελληνα κρύβεται ένας μαχητής.»

- Πες μας για τον τελευταίο σου χρονικά αγώνα, γιατί είχαμε μάθει ότι ήταν να παίξεις με άλλον αντίπαλο και, τελικά, έπαιξες με άλλον...

«Ηταν να αγωνιστώ με άλλον αντίπαλο, όντως. Είχα κάνει μία προετοιμασία 3,5 μηνών βασισμένη πάνω σε έναν συγκεκριμένο αντίπαλο και τελευταία στιγμή το promotion μου ανακοίνωσε ότι δεν μπορεί επειδή τραυματίστηκε. Είχα το δικαίωμα να αρνηθώ, αλλά μου είπαν, αν μπορώ, να μην ρίξω την διοργάνωση, γιατί είχαν επενδύσει πολλά πάνω στο όνομά μου.

Στην Ρωσία υπάρχουν πολλοί Ομογενείς που περιμένουν πώς και πώς κάποιον αγώνα μου. Φωνάζουν «Γιάννης, Γιάννης» και νομίζω ότι παίζω εντός έδρας. Οπότε δεν μπορούσα να αρνηθώ και ας ήξερα ότι μπορούσα να χάσω, όπως και έγινε. Το λάθος μου που εντόπισα σε εκείνον τον αγώνα είναι ότι στα χτυπήματα του αντιπάλου δεν έκανα την κατάλληλη μετακίνηση. Δεν μπορούσα να σπάσω την απόσταση που με κρατούσε, δεν είχα σωστή προσέγγιση απέναντί του, έπρεπε να παίξω λίγο πιο τακτικά.»

- Τι σημαίνει για σένα η συνοδεία της ποντιακής λύρας πριν από κάθε αγώνα σου;

«Είχα έναν φίλο και λέω είχα γιατί, πλέον, μας κοιτάζει από ψηλά. Ηταν ΠΑΟΚτσής φανατικός. Μετά την προπόνηση συνήθιζα να πηγαίνω στο καφέ που είχε. Το μεράκι του ήταν να παίζει λύρα και πριν από έναν από τους πρώτους αγώνες μου τον άκουσα και του είπα «θέλω η λύρα σου να με συνοδεύσει όταν μπαίνω μέσα».

Εμπνεύστηκα από την στιγμή και πήρα τρομερή ενέργεια γιατί ένιωσα τις ρίζες μου, καθώς είμαι Ποντιακής καταγωγής. Οπότε θεώρησα σωστό να τιμώ τους προγόνους μου με αυτόν τον όμορφο τρόπο. Από τότε το έχω σαν έθιμο να μπαίνω πάντα έτσι. Δυστυχώς το promotion στην Ρωσία δεν μου επέτρεψε να έχω οργανοπαίκτες και έπαιζε μόνο με playback. Στην Ελλάδα δεν έχω πρόβλημα με αυτό. Δεν θέλω μεγάλες μπάντες, θέλω, απλά, μία λύρα και ένα τύμπανο, να ακούω τον ήχο του πολέμου.»

* Ο ήχος της ποντιακής λύρας και οι ρυθμοί της σέρρας, αυτούς που χόρευαν με ιαχές οι πολεμιστές του Πόντου πριν από τις μάχες, συνοδεύουν τον Γιάννη Αρζουμανίδη στους αγώνες του.

Προτείνουμε
This page might use cookies if your analytics vendor requires them.