Οσο ψαρεύουν σπάρους ή φύκια, το ελληνικό ποδόσφαιρο δεν πρόκειται να ανεβεί επίπεδο 

Στέλιος Γρηγοριάδης24 Μαρτίου 2022

Αγαπητή Metrosport

Λιγότερη τοξικότητα έχει, σε σχέση με το άθλιο πρόσφατο παρελθόν, το φετινό Πρωτάθλημα και λίγη περισσότερη αξιοπιστία, λόγω της ορθότερης χρήσης του VAR. Σε ανταγωνισμό και ποιότητα, όμως, δεν κάναμε ούτε ένα βήμα μπροστά.

Από ανταγωνισμό, μία από τα ίδια. Οπως πάντα, οι πέντε από τους έξι των πλέι οφ ήταν δεδομένοι. Εμενε να μάθουμε τον έκτο και αυτή τη φορά ήταν ο ΠΑΣ Γιάννινα. Με μεγάλη διαφορά, ωστόσο, από τους υπόλοιπους. Ο έκτος, δηλαδή, παίζει πάλι ρόλο κομπάρσου σ' αυτό το μίνι Πρωτάθλημα. Ούτε από αυτό ξεφύγαμε.

Από ποιότητα, το γεγονός ότι ο κακός φέτος Ολυμπιακός θα πάρει, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, τον τίτλο, τα λέει όλα. Κανείς δεν κατάφερε να τον ανταγωνιστεί, ούτε καν ο ΠΑΟΚ, επειδή, πολύ απλά, όλοι ήταν χειρότεροι. Κι αν λέμε σήμερα ότι ο ΠΑΟΚ έχει ακόμη μαθηματικά ελπίδες, το λέμε γιατί υπολογίζουμε τα αγωνιστικά χάλια του Ολυμπιακού και ποντάρουμε στην πιθανότητα να χάσει κι άλλους βαθμούς.

Κακά τα ψέματα. Αν αφήσει ο καθένας στην άκρη την αγάπη, το ενδιαφέρον, την αγωνία για την ομάδα του και δει το Πρωτάθλημα ψυχρά, σαν ουδέτερος θεατής, θα απογοητευτεί. Ελάχιστοι είναι οι αληθινά ποιοτικοί παίκτες, ελάχιστα είναι τα ματς που ευχαριστιόμαστε ποδόσφαιρο. 

Σε ταχύτητα, σε δεξιοτεχνία, σε φαντασία, σε ένταση, το ποδόσφαιρο που παίζεται στην Ελλάδα δεν μπορεί να συγκριθεί με το ποδόσφαιρο των πρωτοκλασάτων ευρωπαικών χωρών (Αγγλία, Γερμανία, Ισπανία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, Πορτογαλία), αλλά ούτε και αρκετών από τα δευτεροκλασάτα. Κι αυτό αποδεικνύεται σταθερά κάθε χρόνο με τις φτωχές επιδόσεις των ελληνικών ομάδων στις ευρωπαικές διοργανώσεις.

Δύσκολα θα μπορέσουμε να δούμε κάτι καλύτερο στο μέλλον, αν οι ισχυρές οικονομικά ομάδες δεν αποφασίσουν να επενδύσουν γενναία κι αν οι ανίσχυρες, που, έτσι κι αλλιώς, δεν έχουν τη δυνατότητα να “ανοιχτούν” στη μεταγραφική αγορά, δεν πάψουν να ψωνίζουν πάμφθηνους ξένους παίκτες κακής ποιότητας. Αν μπορούμε να φέρουμε στην Ελλάδα πέντε-δέκα ξένους παικταράδες για να μας ανεβάσουν επίπεδο, μακάρι να έρθουν. Αν όχι, προτιμότερο είναι να στραφούμε κατά βάση στα ελληνάκια. Η δεξαμενή είναι ανεξάντλητη, απλά δεν ξέρουμε να την αξιοποιούμε. 'Η δεν θέλουμε, γιατί από τα πάρε-δώσε για τους ξένους παίκτες είναι πολλοί αυτοί που “σιτίζονται” πλουσιοπάροχα...

ΥΓ. Θέλετε ένα παράδειγμα; Βλέπαμε στον ΠΑΟΚ τον καημένο τον Ροντρίγκο να προσπαθεί μάταια να δώσει κάτι και τον λυπόμασταν. Βλέπαμε τον Τέιλορ και σταυροκοπιόμασταν γι' αυτόν που είχε τη φαεινή ιδέα να τον επιλέξει. Είδαμε και τον Λύρατζη και έκτοτε μάλλιασε η γλώσσα μας να φωνάζουμε: “Δηλαδή, τι λιγότερο θα προσφέρει ο Λύρατζης από τον Τέιλορ ή τον Ροντρίγκο;” Σήμερα ο Λύρατζης είναι ένας κομβικός παίκτης για τον ΠΑΟΚ και ετοιμάζεται να γίνει μόνιμος και στην Εθνική. Αλλά και πάλι, πριν καθιερωθεί, ο ΠΑΟΚ φρόντισε να φέρει έναν ακόμη ξένο, τον Σάστρε, για να έχει έναν καλύτερο δεξιό μπακ από τον Τέιλορ, του οποίου τη θέση βέβαια δεν άδειασε, γιατί τότε κανείς ακόμη δεν πίστευε στην αξία του Λύρατζη. Οπως κανείς δεν πίστεψε έγκαιρα στην αξία του Τσιγγάρα. Και κανείς, σε καμία ομάδα, δεν πιστεύει εύκολα στην αξία ενός καλού νεαρού Ελληνα παίκτη. Ολοι μαγεύονται με την προοπτική να ψαρέψουν κανένα λαυράκι από τις ξένες θάλασσες, αλλά συνήθως πιάνουν σπάρους ή φύκια...

Προτείνουμε
This page might use cookies if your analytics vendor requires them.