Με τη διαιτησία ασχολούνται μόνο για να τη διαβρώσουν, άρα μόνο με θαύμα θα αποκτήσουμε αξιόλογους διαιτητές

Στέλιος Γρηγοριάδης11 Νοεμβρίου 2021

Αγαπητή Metrosport

Οταν ο άνθρωπος από το “ΦΩΣ των ΣΠΟΡ”, που σήκωσε το τηλέφωνο από την Αθήνα και άκουσε τι ήθελα, με ρώτησε πόσων χρόνων είμαι, του απάντησα 17. Αν του έλεγα την αλήθεια, αν του έλεγα δηλαδή 13, θα μου έλεγε να πάω καλύτερα να παίξω μπίλιες, ή να διαβάσω κανένα Μίκι Μάους. Ετσι, τον Σεπτέμβριο του 1972, βρέθηκα... ανταποκριτής στη Δράμα μιας από τις τέσσερις αθλητικές εφημερίδες που κυκλοφορούσαν στη χώρα.

Τους παίκτες της Δόξας και του Πανδραμαικού τους ήξερα, φυσικά, αλλά για να έχω, σε κάθε αγώνα, τη σύνθεση του αντιπάλου, έπρεπε να πηγαίνω στα αποδυτήρια των διαιτητών. Εκεί αντέγραφα τα ονόματα βασικών και αναπληρωματικών από το φύλλο αγώνα την ίώρα που τα έγραφαν οι διαιτητές.

Λίγο πριν, στη διάρκεια και λίγο μετά, αυτή η διαδικασία διαρκούσε περίπου 20 λεπτά. Αυτά τα 20 λεπτά, που τα είχα στη διάθεσή μου κάθε Κυριακή και πολλές Τετάρτες για αγώνες Κυπέλλου, επί πέντε χρόνια, μέχρι δηλαδή το καλοκαίρι του 1977, ήταν υπέραρκετά για να καταλάβω τι εστί Ελληνας διαιτητής. Κι αυτό το συμπέρασμα που έβγαζα κάθε φορά, σαν πρώτη εικόνα, μέσα στα αποδυτήρια των διαιτητών, εννιά στις δέκα φορές επιβεβαιωνόταν μέσα στο γήπεδο.

Εννιά στις δέκα φάτσες προδιέθεταν για άτομο με μειωμένη αντίληψη. Δεν θα ήθελα να το θέσω έτσι, αλλά η πρώτη-πρώτη αίσθηση που έχεις από ένα άγνωστο άτομο προέρχεται πάντα από την όψη, το βλέμμα, το ύφος. Στην περίπτωση αυτή, η αίσθηση γινόταν θλιβερή βεβαιότητα από την απόδοσή τους στη διάρκεια των αγώνων.

Εννιά στους δέκα όταν άνοιγαν το στόμα τους σταυροκοπιόσουν και αναρωτιόσουν πώς είναι δυνατόν να εμπνεύσουν σεβασμό και να πείσουν τους ποδοσφαιριστές, μολονότι και από εκείνους οι εννιά στους δέκα του ίδιου επιπέδου ήταν.

Εννιά στους δέκα ξεπερνούσαν κατά πολύ τα όρια της ευγένειας και γινόντουσαν αφόρητα γλοιώδεις για να εξασφαλίσουν την εύνοια ενός μικρού παιδιού, ώστε να γράψει στην ανταπόκρισή του μια καλή κουβέντα γι' αυτούς, ακόμη κι αν δεν την άξιζαν.

Εφηβος ακόμη, λοιπόν, ήξερα ότι στην Ελλάδα διαιτητής δεν πάει να γίνει κάποιος με ιδιαίτερα πνευματικά (κυρίως) χαρίσματα. Και η επιβεβαίωση αυτού του “κανόνα” ερχόταν πάντα από τις ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις. Θα θυμάμαι για πάντα, για παράδειγμα, την εντύπωση που μου έκανε με την ευρήτητα του πνεύματός του, την ευφυία του, την αντίληψή του, την αρχοντιά του και, φυσικά, την εξαιρετική διαιτησία του, ο συγχωρεμένος ο Αντώνης ο Βασσάρας. Αρχοντάθρωπος με τα όλα του. Καμία σχέση με τους άλλους τους εννιά στους δέκα που λέγαμε.

Πέντε δεκαετίες αργότερα, δεν έχει αλλάξει η κατάσταση. Η ελληνική διαιτησία δεν έπαψε ποτέ να ταλανίζεται από τα εσωτερικά προβλήματά της και από τις πιέσεις που δέχεται από τους βρωμιάρηδες των παρασκηνίων. Με την ελληνική διαιτησία κανείς δεν ασχολήθηκε για να την αναβαθμίσει. Ολοι ασχολούνται μόνο για να τη διαβρώσουν.

Το αποτέλεσμα είναι να μην προσελκύει σοβαρές προσωπικότητες, να απαρτίζεται από ανθρωπάκια που ευχαρίστως θα υπηρετήσουν τους ισχυρούς και, στην καλύτερη περίπτωση, από διαιτητές χωρίς αντίληψη, χωρίς αντανακλαστικά, χωρίς καν ορθή κρίση, πράγμα που αποδεικνύεται περίτρανα από τα σοβαρά λάθη που γίνονται ακόμη και από τους διαιτητές του VAR.

ΥΓ. Φωτεινές εξαιρέσεις υπάρχουν και σήμερα. Δεν αρκούν όμως. Οπότε ευχής έργον θα ήταν να συνεχιστεί η πρόσκληση ξένων διαιτητών (αρκεί να είναι πρώτης διαλογής βέβαια) μέχρι να γίνει ένα θαύμα και να αποκτήσουμε κι εμείς σ΄ αυτή τη χώρα διαιτησία με τη στοιχειώδη ποιόητα και αξιοπρέπεια.

Στέλιος Α. Γρηγοριάδης

Ακολουθήστε τη σελίδα του metrosport.gr και στο google news.

Κάντε like στη σελίδα μας στο Facebook
Προτείνουμε
This page might use cookies if your analytics vendor requires them.