Ηταν ο Πέλκας και ο Λημνιός, είναι τώρα ο Τσιγγάρας και ο Λύρατζης. Αλλά τα λάθη πρέπει να διδάσκουν... 

Στέλιος Γρηγοριάδης13 Μαρτίου 2022

Αγαπητή Metrosport

Εμοιαζε με γκρίνια όταν αναρωτιόμασταν μεγαλοφώνως “μα, τι λιγότερο θα μπορούσε να προσφέρει ο Λύρατζης από τον Τέιλορ και τον Ροντρίγκο; Πόσο χειρότερoς μπορεί να είναι;”

Ακουγόταν ασέβεια για τους υποτιθέμενους “βασικούς”, όταν ζητούσαμε επίμονα να δούμε επιτέλους τον Τσιγγάρα για να καταλάβουμε αν δικαιούται ή όχι να είναι αυτός βασικός κι αν μαζί του ο ΠΑΟΚ θα ρολάρει ή όχι καλύτερα.

Με αφορμή και τις δύο περιπτώσεις, θυμήθηκα τις ενστάσεις που είχαμε και στο πρώτο κομμάτι της θητείας του Λουτσέσκου στον ΠΑΟΚ. Είχαμε κουραστεί να ζητάμε στην ενδεκάδα Πασχαλάκη, Λημνιό και Πέλκα, τότε που η ομάδα αποκλειόταν από την Εστερσουντ και βολόδερνε στο Πρωτάθλημα, πριν πάει να παίξει στην Ξάνθη.

 Κι όχι μόνο γιατί ήταν Ελληνες και “ένιωθαν” περισσότερο, αλλά γιατί βλέπαμε ότι από την ομάδα έλλειπε το νεύρο, το σφρίγος, ο ενθουσιασμός, η ένταση, η ενέργεια. Κάποια στιγμή ο Ρουμάνος αναγκάστηκε να το καταλάβει. 

Με τον Πασχαλάκη ησύχασε το κεφάλι του και με Πέλκα, Λημνιό προστέθηκε στο σύνολο η ενέργεια που οι “βασικοί” του δεν μπορούσαν να δώσουν. Εκτοτε αυτοί οι τρεις ήταν βασικοί και ο ΠΑΟΚ... δεν έχασε. Το αντίθετο: Κέρδισε δύο (και όχι ένα) νταμπλ σε δύο χρόνια.

Εξίσου καθυστερημένα, υποχρεώθηκε και φέτος ο Λουτσέσκου να αναγνωρίσει ότι μπορούν να είναι σημαντικοί για την ομάδα ο Τσιγγάρας και ο Λύρατζης. Τραυματισμοί, τιμωρίες, κορωνοιός, επιβάρυνση από τα συνεχόμενα ματς και αδυναμία κάποιων “βασικών” του να ανταποκριθούν, τον ανάγκασαν να στραφεί στους δύο νεαρούς και ο ΠΑΟΚ πάλι... δεν έχασε. 

Το αντίθετο: Από το πουθενά, βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή δύο πολύ αξιόλογοι παίκτες, έγιναν κομβικοί και τώρα όλοι πίνουν νερό στο όνομά τους. Και όχι μόνο γιατί είναι Ελληνες και “νιώθουν” περισσότερο, αλλά και γιατί πρόσθεσαν στην ομάδα τη νεανική ενέργειά τους που και φέτος έλλειπε.

Ούτε προπονητές είμαστε, ούτε πιο έξυπνοι από τον Λουτσέσκου. Αλλά το ίδιο το ποδόσφαιρο έχει διδάξει, σε παγκόσμια κλίμακα, ότι όταν ο νεαρός παίκτης “το έχει” δεν υπάρχει λόγος να του ψήσει πρώτα ο προπονητής το ψάρι στα χείλη μέχρι να του δώσει ευκαιρία. Κι αυτά τα περί σταδιακής ωρίμανσης των νεαρών, όπως και τα περί προσαρμογής των καινούργιων στην ομάδα, τα ακούω βερεσέ. 

Αλήθεια, πώς ο Σάστρε (25 χρόνων) μπορούσε να παίξει με το που κατέβηκε σχεδόν από το αεροπλάνο (όπως και ο Τέιλορ, βέβαια) ενώ για τον Λύρατζη (22 χρόνων) έπρεπε να περάσει η μισή σεζόν; Πώς έρχεται από τη Βραζιλία και παίζει απ' ευθείας ο Ζαμπά (24 χρόνων) και πώς ο Σοάρες (23 χρόνων) έρχεται από την Πορτογαλία και παίζει μετά από 10 μέρες, ενώ για να παίξει ο Τσιγγάρας (22 χρόνων) πρέπει να φτύσει αίμα;

Ας δεχτούμε ότι, όπως όλοι οι προπονητές, έτσι και ο Λουτσέσκου έχει τα δικά του “κολλήματα” κι ας το αφήσουμε εδώ. Αλλά, οι λανθασμένες εκτιμήσεις πρέπει να καταλήγουν σε κάποιο κέρδος. Να διδάσκουν για να μην επαναλαμβάνονται συνεχώς, ώστε και η ομάδα να ωφελείται και παίκτες με προσόντα να μη χάνονται στον δρόμο. Κάτι που, ευτυχώς, δεν έγινε με τον Τζόλη, ο οποίος, αν και πιτσιρικάς, αναδείχτηκε από τον Φερέϊρα, άσχετα αν ο ΠΑΟΚ (καλώς ή κακώς είναι ένα άλλο μεγάλο θέμα) τον πούλησε πολύ γρήγορα. Δεν έγινε, ευτυχώς, ούτε με τον Μιχαηλίδη, ο οποίος, επί Φερέιρα επίσης, άρχισε να παίζει και από τότε προσφέρει σταθερά και προοδεύει.

ΥΓ. Δεν βάζω στη συζήτηση τον Κούτσια, γιατί μόλις έκλεισε τα 18 του. Για μένα, έπαψε φυσικά να είναι πιτσιρικάκι, αλλά ας δεχτούμε ότι είναι ακόμη μικρός, σύμφωνα με τη στρεβλή και επικίνδυνη ελληνική λογική και ας ευχηθούμε ότι δεν θα βασανιστεί αλύπητα κι αυτός μέχρι να αποδείξει ότι είναι το επόμενο big thing του ΠΑΟΚ...

Ακολουθήστε τη σελίδα του metrosport.gr και στο google news.

Κάντε like στη σελίδα μας στο Facebook


Προτείνουμε
This page might use cookies if your analytics vendor requires them.