Αλεξανδρής: «Με τον Ξανθό θα κάναμε τον Άρη ξανά μεγάλο - Οι οπαδοί του ΠΑΟΚ μας έβριζαν αντί να μας χειροκροτούν στον τελικό του 1984»

Κωστής Παναγιώτου24 Απριλίου 2022

Οι ιστορίες που βίωσε τόσο ως παίκτης, όσο και ως προπονητής θα μπορούσαν να αποτελέσουν έμπνευση για βιβλίο. Ο Βαγγέλης Αλεξανδρής έχει μάθει να μιλάει έξω από τα δόντια, ακόμα και όταν αυτό δυσαρεστεί κάποιους.

Ο "Τίγρης" του ελληνικού μπάσκετ διανύει το 71ο έτος της ηλικίας του, αλλά η ενέργεια που τον διακατείχε από τότε που φορούσε σορτσάκια δεν τον έχει αφήσει. Ακόμα παραμένει δραστήριος και σε καλή φυσική κατάσταση, μπορεί αυτή τη στιγμή να μην κάθεται στον πάγκο κάποιας ομάδας, από προσωπική του επιλογή όπως αποκάλυψε, αλλά η αγάπη του για την σπυριάρα παραμένει ζωντανή μέσα του.

Έζησε μεγάλες στιγμές του ελληνικού μπάσκετ και από τις δύο σκοπιές. Μάλιστα, παραμένει μέχρι σήμερα ο μοναδικός που έχει αγωνιστεί και έχει κάτσει στον πάγκο του Άρη, του ΠΑΟΚ και του Ηρακλή.

Ο κόουτς Βαγγέλης Αλεξανδρής μίλησε στο Metrosport.gr και στον Κωστή Παναγιώτου για τα χρόνια στον Άρη, για τη συνύπαρξή του με τον Νίκο Γκάλη και τις συζητήσεις που έκαναν στο δωμάτιο, για την πρόταση του Γιάννη Ιωαννίδη να συνεργαστούν στον Ολυμπιακό και την επιθυμία και των δύο να κάνουν τον Άρη ξανά μεγάλο, για το αγαπημένο του Μαρούσι, για το τελικό των «ξυρισμένων κεφαλιών» και το κράξιμο από τους οπαδούς του ΠΑΟΚ επειδή δεν τους ενημέρωσαν και άλλα πολλά. Το ταξίδι στο παρελθόν ξεκινάει και οδηγός μας... ο "Τίγρης".

Σε ηλικία μόλις 19 ετών κλήθηκε από τον Φαίδωνα Ματθαίου τόσο στην Εθνική Εφήβων, όσο και στην Εθνική Ανδρών, παρότι δεν είχε αγωνιστεί ακόμη και σε κάποια μεγάλη ομάδα. Το 1971 έρχεται η πρόταση από τον Άρη, αλλά δεν ήταν η μοναδική…

«Όταν πήγα στον Άρη έπαιζα ήδη στην Εθνική Ανδρών, τότε είχα πρόταση από την ΑΕΚ και τον ΠΑΟΚ, ήμουν έξι μήνες στο σπίτι του Ορέστη Αγγελίδη και με τάιζε. Η ΑΕΚ μου έδινε τα διπλά λεφτά από τον Άρη, αλλά επέλεξα τον Άρη γιατί ήμουν από μικρό παιδί Αρειανός.

Είχε έρθει ο Δήμος Πασχαλίδης στο καφενείο του πατέρα μου, και του λέει ο πατέρας μου "αν μου τον πάρεις θα πεθάνω". Και απέναντι περίμεναν όλοι οι Αρειανοί να δουν αν θα πω ναι ή όχι».

*Γκάλης και Αλεξανδρής στην Εθνική ομάδα

«Ο Γκάλης εξωτερικά ήταν σαν ένας κοινός θνητός, οποίος μεταμορφωνόταν όταν έμπαινε μέσα στο γήπεδο»

Ο Αλεξανδρής δεν ξεκίνησε με μια πορτοκαλί μπάλα στα χέρια του, αντιθέτως λέρωνε τα γόνατα του στις αλάνες της Αγίας Τριάδας παίζοντας ποδόσφαιρο με άλλους συνομήλικούς του. Ο αείμνηστος Αλκέτας Παναγούλιας είχε προσπαθήσει να τον μεταπείσει να αφήσει τα παρκέ και να πατήσει το χορτάρι.

«Εκείνα τα χρόνια πολλοί μπασκεμπολίστες παίζαμε ποδόσφαιρο σε καλό επίπεδο, γιατί όλοι ξεκινήσαμε από αλάνες. Εγώ στα 14 μου άρχισα να παίζω μπάσκετ. Στην περίοδο της προετοιμασίας με τον Άρη συνηθίζαμε να παίζουμε μέσα στο Χαριλάου ποδόσφαιρο και επειδή ήμουν σκληρό παιδί, θα μπορούσα να παίξω και σε υψηλό επίπεδο ποδόσφαιρο, μπορεί να μην ήμουν σταρ, αλλά θα ήμουν ένας καλός παίκτης, ειδικά αμυντικό χαφ. Δεν θα περνούσε μύγα.

Με τον Αλκέτα επειδή μεγαλώσαμε στην ίδια περιοχή, στην Αγία Τριάδα γνωριζόμασταν. Μια φορά στα γραφεία του Άρη, τότε εγώ βρισκόμουν στην ηλικία των 20 ή 21 ετών, πήγα να πληρωθώ και ήταν εκεί ο Αλκέτας και μου λέει έλα το καλοκαίρι να δοκιμαστείς, έλα θα γίνεις πλούσιος, γιατί τότε τα πολλά λεφτά ήταν στο ποδόσφαιρο. Και του λέω θα έρθω, αλλά από το 70 μέχρι το 83 κάθε καλοκαίρι ήμουν στην Εθνική, μπορεί να πήγαινα αν δεν ήμουν στην Εθνική, αλλά δεν πρόκειται να παρατούσα το μπάσκετ, γιατί ήδη είχα φτάσει σε ένα υψηλό επίπεδο.

Στην Αγία Τριάδα, κοντά στο καφενείο που είχαν οι γονείς μου ήταν ένα μικρό εστιατόριο, το οποίο ήταν συμβεβλημένο με τον Άρη, γιατί έτρωγαν εκεί όλοι οι ποδοσφαιριστές. Εγώ ήμουν Αρειανός, είχα και ένα συγγενικό πρόσωπο που έπαιζε στον Άρη, τον Ντίνο Καρύτση, και ως πιτσιρικάς γύριζα συνέχεια εκεί, τους θαύμαζα, τους καμάρωνα».

*Η πρωταθλήτρια ομάδα του Άρη το 1979

Το 1979 ένα νεαρό παιδί αφήνει τις ΗΠΑ για την Ελλάδα και τον Άρη, ο λόγος για τον Νίκο Γκάλη. Στην πρώτη προπόνησή του ο τότε προπονητής των κίτρινων, Ανέστης Πεταλίδης, θέλοντας να δει τις ικανότητες του Γκάλη βάζει τον Αλεξανδρή να τον μαρκάρει.

«Όταν πρωτοήρθε ο Γκάλης δεν εντυπωσιαστήκαμε από το σουλούπι του και από το ύψος του, δεν τον είχαμε δει να αγωνίζεται και υπήρχε μια αμφιβολία πόσο καλός είναι. Πριν έρθει είχαμε ακούσει ότι είναι καταπληκτικός παίκτης, είχε παίξει τότε στη Μεικτή Περιφερειών των ΗΠΑ με τον Λάρι Μπερντ, μας έλεγα ότι ήταν 1.93-95 και δεν είχε αυτό το ύψος.

Όταν βλέπεις ένα άνθρωπο έξω από το γήπεδο εντυπωσιάζει αρχικά από τα αθλητικά χαρακτηριστικά. Ο Νίκος εξωτερικά ήταν σαν ένας κοινός θνητός, οποίος μεταμορφωνόταν όταν έμπαινε μέσα στο γήπεδο. Όντως τον μάρκαρα όταν είχε έρθει και λέω στον Πεταλίδη δεν μαρκάρεται, γιατί εγώ έβαλα όλη μου την ενέργεια, να μην με περάσει, τότε είχα μαρκάρει τα καλύτερα play-makers στην Ευρώπη και δεινοπαθούσαν απέναντι μου. Ο Γκάλης όμως δεν ζοριζόταν, έπαιζε με μια άνεση και πάντα έβρισκε τον τρόπο να σκοράρει ή να σουτάρει, ήταν δύσκολο να με περάσει, αλλά δεν μπορούσα να τον περιορίσω, κανείς δεν μπορούσε, ακόμα πιο ψηλοί και αθλητικοί δεν μπορούσαν, ούτε ο Ντακουρί που ήταν θεός δεν μπορούσε. Είχε την αυτοπεποίθηση.

Υπάρχει σεβασμός από όλη την Ευρώπη προς το πρόσωπό του και φυσικά προσωπικά από εμένα. Παρόλα αυτά είχαν την αμφιβολία ακόμη, γιατί στα πρώτα παιχνίδια δεν ήταν καλός, σκόραρε αλλά έχανε πολλά σουτ, έκανε πολλές φορές βήματα και τότε τα δίνανε, δεν υπήρχε η ανοχή που υπάρχει σήμερα. Αυτός ήταν συνηθισμένος στο πρώτο βήμα από όταν έπαιζε στο κολέγιο στις ΗΠΑ. Όταν πήρε μπρος, όμως, τον αποθέωσαν όλοι. Τον συμβουλέψαμε και εμείς να προσέχει ότι αυτό που έκανε ήταν βήματα».

«Έλεγε για εμένα πως είμαι καμένος και πως έχω γεράσει»

Οι δύο τους ήρθαν πιο κοντά το 1983, όταν με την Εθνική είχαν ταξιδέψει στη Ρωσία. Οι συζητήσεις μεταξύ τους αμέτρητες.

«Με τον Νίκο συζητούσαμε, ήμασταν και στο ίδιο δωμάτιο και στον Άρη και στην Εθνική. Ήταν ένα εξαιρετικό παιδί, δεν ήταν κουτσομπόλης, δεν έλεγε κακή κουβέντα για κανέναν. Το 1983 με την Εθνική πήγαμε στη Ρωσία και μέναμε στο ίδιο δωμάτιο.

Επειδή η θερμοκρασία ήταν 35 βαθμούς υπό το μηδέν και έξω είχε ένα μέτρο χιόνι δεν βγαίναμε από το ξενοδοχείο. Ανοίγαμε την τηλεόραση είχε μόνο εργατικά προγράμματα, πως μαζεύουν τις σοδειές, πως χτίζουν τα κτίρια, δεν ξέραμε και τη γλώσσα, οπότε την κλείναμε. Μου λέει θα τρελαθούμε εδώ πρέπει να κάνουμε κάτι. Τότε μέναμε στο δωμάτιο πολλές ώρες, κάναμε το πρωί προπόνηση, το απόγευμα φιλικά και τις υπόλοιπες ώρες καθόμασταν στο δωμάτιο.

Πεινούσαμε κιόλας θυμάμαι, πηγαίναμε στον καθρέφτη και σηκώναμε τις μπλούζες και φαινόντουσαν τα κόκκαλά μας. Ωραίες στιγμές, αξέχαστες. Έτσι, κάθε βράδυ μου είπε θα βάζουμε ένα θέμα και θα το συζητάμε, εκτός του μπάσκετ.

Οι παλιοί με είχαν συμβουλέψει, συγκεκριμένα ο Ανδρέας Χαϊκάλης, ότι όταν πηγαίνεις σε κουμουνιστικά κράτη και δεν θα τρως καλά, θα έχεις μαζί σου ξηρούς καρπούς για να συμπληρώνεις τη διατροφή σου. Οπότε εγώ είχα πάρει μαζί μου σταφίδες, φουντούκια, αμύγδαλα και καρύδια, είχαμε πάρει και μπουκάλια ουίσκι, Σίβας 12άρια, για δώρο όταν επιστρέφαμε στην Ελλάδα, επειδή εδώ ήταν και πανάκριβα και δυσεύρετα. Κάθε βράδυ έριχνα τους ξηρούς καρπούς στο τραπέζι, είχαμε ανοίξει και ένα μπουκάλι, βάζαμε ένα δάχτυλο ουίσκι για την παρέα και συζητούσαμε.

Στην αρχή μιλήσαμε για την οικογένεια, μετά για τις γυναίκες μας, μετά για τη θρησκεία. Εκεί γνώρισα τον πραγματικό Νίκο, ήταν η πρώτη φορά που μου εκμυστηρεύτηκε πράγματα από τη ζωή του και αντιλήφθηκα πως μεγάλωσε και πως εξελίχθηκε, γιατί ένα κομμάτι της ζωής του στις ΗΠΑ ήταν αρκετά δύσκολο για να επιβιώσεις. Από τι συνθήκες και τον ανταγωνισμό που είχε. Τότε ήρθαμε πολύ κοντά».

*Ο "Τίγρης" στον ΠΑΟΚ

Μετά το πρωτάθλημα με τον Άρη το 1979 ήρθε η σύγκρουση με τη διοίκηση και τότε έφορο της ομάδας. Ο Αλεξανδρής έφυγε και απέδειξε πως είχε να δώσει ακόμη πολλά, κάνοντάς το πράξη με τον ΠΑΟΚ.

«Παίξαμε ένα χρόνο με τον Νίκο (Γκάλη) και ο τότε έφορος, Μιλτιάδης Βέλος, μου δημιουργούσε πρόβλημα, είχα συμπληρώσει ήδη δέκα χρόνια στον Άρη. Ήθελε να κάνει ανανέωση πάνω στον Γκάλη και έλεγε για εμένα πως είμαι καμένος, πως είχα γεράσει και εγώ τότε ήμουν 29 ετών. Το κακό είναι ότι συμβιβάστηκε και ο Πεταλίδης με αυτή την ιδέα.

Κατά κάποιο τρόπο ήθελε να μπω στο περιθώριο και να παίξουν τα νέα παιδιά, όπως έκανε μόλις έφυγα. Φάνηκε εκ του αποτελέσματος ότι μπορούσα να βοηθήσω. Έμεινε ένα χρόνο απ’ έξω ως προπονητής στη Λάρισα, μάλιστα με πολύ μεγάλη επιτυχία, και ξανά γύρισα να παίξω μετά από ένα χρόνο, ήταν πολύ επίπονο και δύσκολο.

Όχι μόνο έπαιξα στον ΠΑΟΚ, τον έκανα πρωταγωνιστή. Την πρώτη χρονιά βγήκαμε δεύτεροι, κερδίζοντας τον Άρη και στα δύο παιχνίδια, φτάσαμε και στον τελικό και χάσαμε άδικα από ένα λάθος του Κωσταντινίδη στο Κύπελλο. Πήραμε και το Κύπελλο το 1984. Έπαιξα μέχρι τα 38 μου, που σημαίνει ότι είχα να δώσω. Είναι έτσι ο χαρακτήρας μου, δεν το βάζω ποτέ κάτω. Με αδικείς; Θα φύγω και θα σου αποδείξω πως είχες άδικο».

«Οι οπαδοί του ΠΑΟΚ μας έβριζαν γιατί δεν τους είπαμε να ξυρίσουν και εκείνοι τα κεφάλια τους»

Ο περίφημος τελικός των «ξυρισμένων κεφαλιών» του 1984 έχει περάσει στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ. Ο ΠΑΟΚ επικράτησε επί του Άρη με 74-70 και οι οπαδοί του Δικεφάλου αντί να χειροκροτούν έβριζαν τους παίκτες.

«Τότε στους τελικούς μας κλείνανε πολλές μέρες στο ξενοδοχείο, παίζαμε Μεγάλη Τετάρτη και ήμασταν από την Κυριακή στο ξενοδοχείο. Ο Ματθαίου την Τρίτη μας λέει πάμε σινεμά να δούμε μια ταινία και εμείς διαλέξαμε την "Αποστολή στην Νικαράγουα", με τον Νικ Νόλτε, οποίος έμοιαζε με τον Στιβ Γιατζόγλου ( γέλια ).

Το βράδυ μετά το φαγητό καθόμασταν και συζητούσαμε, είχαμε μείνει όλοι εκείνο το βράδυ, δεν είχε πάει κανείς στο δωμάτιό του. Και εκεί ήρθε η ιδέα, γιατί πειράζαμε το Φασούλα, οποίος φορούσε ένα μπουφάν το οποίο φοράνε στα πανεπιστήμια της Αμερικής για να ξεχωρίζουν οι παίκτες των ομάδων από τους υπόλοιπους φοιτητές. Και λέει ο Ματθαίου ότι σε ένδειξη ενότητας όταν έχουν δύσκολα παιχνίδια κουρεύονται όλοι.

Δεν θυμάμαι ακριβώς ποιος πέταξε την ιδέα και λέμε θα κουρευτούμε και εμείς. Στο χαβαλέ πάνω άρχισε να παίρνει σοβαρή τροπή η συζήτηση. Μας λέει ο Ματθαίου τότε "αφήστε τα αυτά, αν κουρευτείτε πρέπει να κερδίσετε, γιατί άμα χάσατε θα πρέπει να κρυφτείτε δύο μήνες μέχρι να μεγαλώσουν τα μαλλιά σας". Αυτό τότε μας ιντριγκάρισε και αποφασίσαμε να το κάνουμε για να του αποδείξουμε ότι δεν φοβόμαστε. Μας αποφόρτισε τελείως, μας έκανε πολύ καλό γιατί δεν ασχοληθήκαμε με το παιχνίδι, γελούσαμε με τις φάτσες μας. Δεν το είχαμε πει σε κανέναν, ούτε σε συγγενικά πρόσωπα, σε κανέναν. Ο Γιάννης Γαϊτάνης, ο έφορος της ομάδας δεν άφηνε κανέναν να πλησιάσει το ξενοδοχείο και να μας δει.

Πριν φύγουμε για τον τελικό κατεβαίνει ο Ματθαίου και τον βλέπουμε και αυτόν κουρεμένο, εμείς δεν του είχαμε πει κάτι. Στο ζέσταμα πριν τον αγώνα κατάλαβα πως αυτό ήταν σοκ για τους αντιπάλους, το είδα στα πρόσωπά τους.

*Η κατάκτηση του Κυπέλλου από τον ΠΑΟΚ 1984, στον περίφημο "τελικό των ξυρισμένων κεφαλιών"

Στο τέλος, μετά την κατάκτηση του Κυπέλλου, ήρθαν οι φίλαθλοι του ΠΑΟΚ και μας βρίζανε, αντί να μας χειροκροτούν. Και τους ρώτησα το λόγο που μας έβριζαν και μου απάντησαν "δεν μας είπατε και εμάς να κουρευτούμε, να είμαστε όλοι κουρεμένοι". Η τρέλα σε όλο το μεγαλείο της».

«Ο Ιωαννίδης μου είχε πει να πάω μαζί του στον Ολυμπιακό ως βοηθός»

Η κουμπαριά με τον Γιάννη Ιωαννίδη είχε προκαλέσει πολλές φορές αρκετά κακόβουλα σχόλια, με πολλούς να λένε πως η σχέση των δύο ανδρών είχε βοηθήσει τον Τίγρη στην καριέρα του. Ο Ξανθός είχε, μάλιστα, προτείνει στον Αλεξανδρή να δουλέψουν μαζί, αλλά ο εκείνος ποτέ δεν βιάστηκε, περίμενε πάντα την κατάλληλη στιγμή για να κάνει το επόμενο βήμα στην καριέρα του.

«Ο κόσμος λέει ότι μαλακία του έρθει στο μυαλό, δεν μπορείς να το αλλάξεις αυτό. Εγώ δεν βρέθηκα τυχαία στην Α1, έχω πέντε ανόδους από μικρές κατηγορίες. Όταν ήμουν προπονητής στην Α2 και έβγαλα εκείνη τη χρονιά τη Λάρισα στην Α1 το 1991, ο Ιωαννίδης ανέλαβε τον Ολυμπιακό και με πήρε τηλέφωνο για να πάω ως βοηθός του.

Μου έδινε μάλιστα ένα ποσό που ήταν εξωπραγματικό και όμως δεν πήγα. Ήθελα να κάνω καριέρα ως πρώτος προπονητής και ούτε ποτέ βιάστηκα. Όταν ο Άρης έδιωξε τον Κυρίτση ήρθε ο Φάνης Ταρνατώρος και μου ζήτησε να αναλάβω την ομάδα, τη χρονιά που ήμουν Α2. Τους είπα ότι δεν είμαι ακόμη έτοιμος για την Α1.

Στη Λάρισα τότε μου δινόταν η δυνατότητα να διαμορφώσω την προπονητική μου φιλοσοφία, εκεί αν έκανα κάποια λάθη θα μου τα συγχωρούσαν, στον Άρη δεν θα μου τα συγχωρούσαν. Μάλιστα, ο Φάνης μου είπε το αμίμητο, με τον οποίο είμαστε φίλοι, "Αν δεν έρθεις τώρα, δεν θα έρθεις ποτέ". Και του απάντησα "αν δεν αξίζω δεν θα έρθω ποτέ, αν αξίζω όμως θα έρθω σίγουρα". Εν τέλει πήγα στον Άρη και κατάφερα να πάρω και ευρωπαϊκό τρόπαιο. Μάλιστα, ξανά πήγα όταν με χρειάστηκαν για να βοηθήσω σε ένα συγκεκριμένο σκοπό τότε».

*Βαγγέλης Αλεξανδρής στο Μαρούσι

«Αυτό που έκανε ο Τζίμι για εμένα δεν το έχει κάνει κανείς»

Αφού άφησε τα παρκέ ως παίκτης ξεκίνησε να κάθεται στους πάγκους ως προπονητής, με επιτυχίες από την πρώτη στιγμή. Στο Γ.Σ. Λάρισας κατάφερε να ανεβάσει την ομάδα στην Α1. Η πρώτη μεγάλη επιτυχία ήρθε με το Μαρούσι και την κατάκτηση του Κυπέλλου Σαπόρτα το 2001. Στο Μαρούσι δημιούργησε, όμως, και φιλίες τόσο με παίκτες όσο και με παράγοντες της ομάδας.

« Όταν πήγα στο Μαρούσι, υπήρχε πριμ για τη σωτηρία της ομάδας από τον προηγούμενο προπονητή. Εγώ το άλλαξα, δεν είναι δυνατόν το Μαρούσι να έχει τέτοιο στόχο. Ο Άρης Βωβός ήταν άρχοντας πραγματικός, από τους καλύτερους προέδρους που γνώρισα στην καριέρα μου. Και του είπα να βάλουμε πριμ για την έξοδο στην Ευρώπη και το δέχτηκε.

Δεν με πήγε ο Βωβός στο Μαρούσι. Όλες τις εντολές στην ομάδα τότε τις έδινε ο δήμαρχος Αμαρουσίου, ο Τάκης Τζανίκος, οποίος ήταν φίλαθλος του μπάσκετ. Την προηγούμενη χρονιά ήμουν προπονητής στο Ηράκλειο και παίξαμε με το Μαρούσι στα μπαράζ, μας νίκησαν με 2-1 και βγήκαν τελικά αυτοί στην Ευρώπη.

Του είχε κάνει εντύπωση η ομάδα του Ηρακλείου στον Τζανίκο και με πήρε τηλέφωνο για να πάω στο Μαρούσι. Θυμάμαι είχαμε πάει στο σπίτι του αντιδημάρχου και αντιπροέδρου του Αμαρουσίου, του Πέτρου Καλογρίδη, εξαιρετικός άνθρωπος και εκείνος. Εκεί ήταν και τιμ μάνατζερ της ομάδας ο Ανδρέας Παπαντωνίου, με τον οποίο είχαμε παίξει μαζί στην Εθνική.

Μου έκαναν συμβόλαιο για δύο χρόνια. Την πρώτη χρονιά πήγαμε καλά, φτάσαμε και τους 16 του Κόρατς, και τη δεύτερη κατακτήσαμε το Σαπόρτα.

Σε κάποιες ομάδες υπάρχει ένα δέσιμο, όπως στη Λάρισα και στην Πάτρα, με άλλες όμως δεν υπήρχε, παρότι πληρωνόμουν στην ώρα μου και αδρά, βρισκόμενος σε ένας πανέμορφο μέρος. Στο Κολοσσό της Ρόδου πληρωνόμασταν όλοι στη ώρα μας, αλλά η ομάδα δεν είχε χημεία. Όταν έφευγα από το γήπεδο ήθελα να μαχαιρωθώ, πήγαινα σπίτι και νόμιζα θα εκραγεί το κεφάλι μου.

Εξ αρχής το 2001 είχα βάλει στόχο την κατάκτηση του Σαπόρτα. Για να φέρω τότε τον Νίκο Μασλαρινό από τη Θεσσαλονίκη του είχα πει πάμε να πάρουμε το Σαπόρτα. Τη δεύτερη τη χρονιά στο Μαρούσι έφτιαξα την ομάδα εγώ. Μάλιστα, άλλαξα τον Τένρερ, οποίος είχε αφήσει εποχή τόσο σε εμάς όσο και τον Πανιώνιο, επειδή είδα ότι δεν ταίριαζε το αγωνιστικό του προφίλ με αυτό που ήθελα να δημιουργήσω.

*Τζίμι Όλιβερ μαζί με τον Βαγγέλη Αλεξανδρή

Κράτησα τον Αμάγια και έφερα και τον Τζίμι Όλιβερ, για τον οποίο είχα ρωτήσει και είχα μάθει τα πάντα, γιατί με ενδιέφερε και ο χαρακτήρας του παίκτη, οποίος ταίριαζε στο στιλ που ήθελα να παίξω.

Ήταν ένα από τα παιδιά που τίμησαν περισσότερο και από τους Έλληνες παίκτες που έχω συνεργαστεί. Αυτό που έκανε ο Τζίμι για εμένα δεν το έχει κάνει κανείς. Ήρθε με την οικογένειά του από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη για να με δει, εκείνο το διάστημα είχα φύγει από το Μαρούσι και δεν προπονούσα ομάδας, ήταν πριν αναλάβω τον ΠΑΟΚ.

Επειδή δεν μιλάω και τόσα καλά αγγλικά πήγα με τη γυναίκα μου, η οποία ξέρει να μιλάει καλύτερα από εμένα, να τον συναντήσω μαζί με την οικογένειά του. Η γυναίκα μου έκλαιγε με αυτά που μας είπε. Μάλιστα, μου είπε πως ήμουν ο καλύτερος προπονητής που είχε στην καριέρα του και θυμάμαι μου είπε χαρακτηριστικά "μου είπαν ψέματα για να κλείσω συμβόλαιο στο Μαρούσι, μου είπαν ότι εσύ θα είσαι ο προπονητής. Γυρίζω στον πάγκο να σε δω, όταν γίνεται ταιμ άουτ, και δεν σε βλέπω και δεν θέλω να πάω". Και τώρα που στα λέω και τα θυμάμαι, συγκινούμαι.

Επίσης μου είπε "Ο Αμάγια πόσο σε αγαπάει; Παρότι τον πειράζεις και τον ταπεινώνεις εκείνος μου μιλάει συνέχεια γα εσένα και μου λέει πόσο σε αγαπάει". Ο Αμάγια ήταν ένα θηρίο, 2.08, και από τη μέση και πάνω ήταν λες και ήταν 2.20, είχε κάτι μπράτσα τεράστια. Οπότε εγώ έλεγα φέρτε μου μια καρφίτσα να δω αν είναι αληθινά. Η επικοινωνία με τους παίκτες είναι πολύ σημαντική.

Από όλους τους προπονητές μου έχω κρατήσει κάτι αλλά ο Ματθαίου ήταν ο μέντοράς μου, γιατί άκουσα τόσα πράγματα, που δεν άκουσα ούτε από τον πατέρα μου. Και αυτό είναι μέλημά μου, η γνώση δεν είναι μυστικό να την κρατήσω για εμένα, πρέπει να μεταλαμπαδεύσω στους νεότερους, και όποιοι ενδιαφέρονται θα την πάρουν και θα την εξελίξουν».

*Αριστερά στον πάγκο ο Πρέλεβιτς μαζί με τον Σφαιρόπουλο και Βαγγέλης Αλεξανδρής ο τότε προπονητής του ΠΑΟΚ

«Στον ΠΑΟΚ έχασα τα περισσότερα λεφτά στην καριέρα μου, κάποιοι παίκτες έχασαν πάνω από 100 εκατομμύρια»

Γυρνώντας στον ΠΑΟΚ και στη Θεσσαλονίκη ζει δύσκολες καταστάσεις και συνθήκες. Παρότι παραμένει απλήρωτος συνεχίζει στον πάγκο της ομάδας, μέχρι να ολοκληρωθεί η σεζόν. Συνεργάτες του τότε στο Δικέφαλο ήταν ο Γιάννης Σφαιρόπουλος και ο Μπάνε Πρέλεβιτς.

«Θλιβερή εμπειρία στον ΠΑΟΚ. Αν δεν ήμουν εγώ προπονητής δεν νομίζω να τελείωνε η χρονιά. Έχασα τα περισσότερα λεφτά στην καριέρα μου, 42.5 εκατομμύρια δραχμές. Είχα κάνει ένα συμβόλαιο στα 50 εκατ. μετά από την επιτυχία με το Μαρούσι και διαδέχθηκα το Σούμποτιτς, οποίος κατάλαβε τι γινόταν και την κοπάνησε.

Τότε πρόεδρος ήταν ο Βασίλης Οικονομίδης, οποίος είναι φίλος και δέχτηκα να πάω, βέβαια δεν πλήρωνε αυτός, του Μπατατούδη ήταν η ομάδα. Μάλιστα, είχα αρνηθεί να πάω στον Άρη, γιατί δεν ήθελα να πάρω ομάδα από τη μέση, αλλά τελικά είχα ανάγκες οικονομικές και πήγα στον ΠΑΟΚ.

Όλοι μας χάσαμε τα λεφτά μας. Ο Μπατατούδης μας είχε δώσει κάτι επιταγές Intersat, είχε κάνει ένα τηλεοπτικό κανάλι και είχε πάρει από εκεί τα μπλοκ επιταγών, αλλά το περιουσιακό στοιχείο της Intersat ήταν δύο γραφεία και δύο τηλέφωνα, όλα τα άλλα τα μηχανήματα, όταν πήγαμε να κάνουμε τη κατάσχεση, ήταν νοικιασμένα. Εγώ σε σχέση με τους παίκτες έχασα λίγα λεφτά, ο Λιαδέλης, ο Κολντεμπέλα, ο Σιγάλας, οι ξένοι, όλα τα παιδία έχασα πολλά, άλλοι πάνω από 100 εκατομμύρια.

Το θέμα ήταν ότι έπρεπε να πείσω όλα τα παιδιά να μείνουν. Πολλές φορές δεν είχαν όρεξη να κάνουν προπόνηση και για να του πικάρω τους έλεγα πως ήταν κλαμπ βετεράνων. Ο Στεπάνοβιτς μου έλεγε "κόουτς, club volunteers ( κλαμπ εθελοντών )", ακόμα το θυμάμαι. Τελικά κατάφερα να τους κρατήσω μέχρι το τέλος απλήρωτους.

Μια, δύο, τρεις με φώναζαν στα αποδυτήρια, έστελναν το Βασιλειάδη τότε να μου πει ότι με θέλουν τα παιδιά. Τους μαζεύω όλους και τους λέω: "κοιτάξτε μάγκες τελευταία φορά που έρχομαι, και εγώ απλήρωτος είμαι. Εγώ είμαι Θεσσαλονικιός έχω παίξει για αυτή την ομάδα τέσσερα χρόνια και να μην πληρωθώ θα μείνω μέχρι το τέλος, όποιος θέλει θα έρθει στο γήπεδο να κάνουμε προπόνηση, όποιος δεν θέλει πάλι φίλοι θα είμαστε, δεν θα του κρατήσω κακία". Μου έκανε εντύπωση ότι ένας, ένας ήρθαν όλοι στο γήπεδο. Μάλιστα, την Πρωτοχρονιά είχα πάρει με δικά μου λεφτά μια χρυσή λίρα και την βάλαμε ως φλουρί σε μια βασιλόπιτα που είχε φέρει ο Άγγελος Μιχόπουλος, και είχε πέσει στο Γιώργο Λιμνιάτη.

Αυτή είναι η αγάπη που πρέπει να έχεις στον αθλητισμό, δεν θα είναι όλες οι στιγμές πάντα διθυραμβικές με νίκες και τρόπαια, θα υπάρχουν και δύσκολες στιγμές. Αν είσαι έντιμος όμως και παλικάρι τα ξεπερνάς όλα.

Νιώθω ευτυχισμένος γιατί ο κόσμος με αγαπάει υπερβολικά, περισσότερο με αγαπάει, απ’ ότι με θαυμάζει και αυτό είναι μια ηθική ικανοποίηση για εμένα.

Εγώ από παιδί ήμουν Αρειανός και το ήξεραν όλοι και οι μεγαλύτερες συντριβές του Άρη ήταν από τον ΠΑΟΚ και τον Ηρακλή επί δικής μου θητείας και ως παίκτης και ως προπονητής. Τη φανέλα που υπηρετούσα για εμένα ήταν πάνω από όλα και αυτό ο κόσμος το εισπράττει, από την απόδοσή μου, από την παρουσία μου και κυρίως από τις δηλώσεις μου. Πάντα έδειχνα σεβασμό και δεν προκαλούσα. Δεν ήθελα ποτέ να προκαλώ, τελειώνει ένα παιχνίδι, χάσεις ή κερδίσεις δεν αλλάζει κάτι.

Θέλει δύναμη να υποστηρίζεις την άποψη σου, πολλές φορές μπορεί να γίνεσαι και δυσάρεστος λέγοντας αλήθειες. Ποτέ δεν φοβήθηκα να πω την άποψη μου ακόμα και αν αυτή πολλές φορές είχε ένα κόστος. Ακόμα και όταν μου ζήτησαν να κατέβω στην πολιτική αρνήθηκα, γιατί δεν μπορώ να σκεφτώ το πολιτικό κόστος που θέλουν εκείνοι».

«Ο Κατσαρής με πούλησε, αν μου είχε απαντήσει μάλλον θα έμενα στον ΠΑΟΚ, τελικά πήγα στον Άρη»

Ο Αλεξανδρής παραμένει στην πόλη και κάθεται επιτέλους στον πάγκο το αγαπημένου του Άρη, φέρνοντας ευρωπαϊκό τρόπαιο από την πρώτη του χρονιά. Βέβαια, η ιστορία μπορεί να είχε γραφτεί αλλιώς, αν ο Θανάσης Κατσαρής του είχε απαντήσει νωρίτερα.

«Όταν τελείωσε η σεζόν με τον ΠΑΟΚ είχα πρόταση από τον Άρη. Εγώ ήθελα να διεκδικήσω τα λεφτά που μου χρωστούσε ο ΠΑΟΚ και εκεί με πούλησε ο πρόεδρος του Ερασιτέχνη στον ΠΑΟΚ, ο Θανάσης Κατσαρής.

Πήγα τον έπιασα και του είπα "κοίτα να δεις έχω πρόταση και πρέπει να απαντήσω μέχρι τη Δευτέρα, αν θέλεις να μείνω θα μείνω" και μου είπε θα σου απαντήσω, αλλά δεν μου απάντησε μέχρι την προθεσμία που είχα, οπότε πήρα τον Δαμιανίδη και του είπα "δεν θέλω να χάσω τα λεφτά, είναι δεδουλευμένα, σε ευχαριστώ για τη πρόταση, μάλλον μένω στον ΠΑΟΚ". Με πήρε μετά από είκοσι ημέρες ο Κατσαρής και μου είπε ότι δεν μπορεί να με κρατήσει. Εκείνη τη χρονιά έφτασα στα όρια της κατάθλιψης, ο γιος μου ήταν στο Λονδίνο και σπούδαζε. Με έσωσε η κουμπάρα μου, η οποία μέχρι να βρω δουλειά μου έδωσε ένα σεβαστό ποσό, ούτε δεύτερη κουβέντα δεν μου είπε, μόνο στείλε τον λογαριασμό σου. Και με τον δεύτερο μισθό μου τη ξεχρέωσα.

Όλος ο κόσμος πιστεύει ότι βγάλαμε εκατομμύρια, παπάρια βγάλαμε. Όσο ήμουν προπονητής πήρα καλά συμβόλαια και έφτιαξα τη ζωή μου και ζω αξιοπρεπώς. Υπήρξαν αθλητές που έβγαλαν λεφτά αλλά το μεγαλύτερο ποσοστό παικτών και προπονητών έπαιρναν απλά ένα καλό μισθό.

Ο Άρης είχε πρόβλημα τότε με τους προπονητές που είχε, γιατί ήταν αυστηροί, ήθελαν να διώξουν παίκτες. Θυμάμαι ήταν Τρίτη και έπαιζαν στην Αθήνα με το Μαρούσι και έχασαν. Με παίρνει ο Δαμιανίδης μου λέει "έχεις χρόνο να έρθεις από το σπίτι μου;". Το ψυλλιάστηκα ότι με ήθελε να αναλάβω την ομάδα και για εμένα ήταν μεγάλη χαρά να γυρίσω στον Άρη.

Από την πρώτη προπόνηση που είδα την ομάδα εντυπωσιάστηκα, ήταν από τις πιο χαρισματικές ομάδες από άποψης προσόντων που έχω προπονήσει, είχαν γίνει καλές επιλογές. Η χημεία ήταν καλή, αλλά ήταν όλοι φοβισμένοι. Θυμάμαι τον Λάππα, από παιδί τον είχα στις ομάδες μου, να μου μιλάει φοβισμένα, σκιαγμένος και του λέω "τι είναι αυτά ρε; Έτσι σε έχω μάθει εγώ;".

Τους απελευθέρωσα από την πρώτη στιγμή και έβγαλαν το ταλέντο τους στο γήπεδο. Ήταν μια μαγική χρονιά, όχι μόνο γιατί είχαμε την επιτυχία. Εκτός από αγωνιστικό κομμάτι, είχα παίκτες που ήταν φυσιογνωμίες, ο Σόλομον, ο Γκργκατ, ο Γκαγκαλούδης, ο Νικολαΐδης, ο Ραΐσεβιτς, ο Λάππας, ο Αγκέλοφ. Απίστευτα παιδιά όλοι τους. Θυμάμαι τον Γκαγκαλούδη και τον Νικολαΐδη να πειράζουν τον Σόλομον στα ταξίδια και εκείνος να τσιμπάει.

Φτάσαμε και στον τελικό και μας έκλεψαν το Κύπελλο με τον Παναθηναϊκό, μας διέλυσαν στη Λάρισα. Αν δεν είχε τιμωρηθεί 45 ημέρες ο Σόλομον για χρήση κάνναβης θα είχαμε παίξει και στους τελικούς της Α1.

Ήρθε και η επιτυχία με την κατάκτηση του ευρωπαϊκού, αλλά τίποτα δεν γίνεται στην τύχη, για να πετύχεις κάτι σπουδαίο χρειάζεται κόπος, θυσίες, συνεργασίες μεταξύ όλων, είχα καλούς συνεργάτες, τον Στράτο Κουκουλεκίδη, τον Έρνεστ, τον γυμναστή Γιώργο Ζωγράφο, ο συγχωρεμένος ο Βαγγέλης Βουρτζούμης, ο φροντιστής Γιάννης Νικητάκης, περνούσαμε πολλές ώρες μαζί».

*Ο Γιάννης Ιωαννίδης ως προπονητής του Άρη

«Με τον Ξανθό θα επιστρέφαμε στον Άρη για να τον κάνουμε ξανά μεγάλο»

Καθώς κουβεντιάζαμε και άκουγα με θαυμασμό τις ιστορίες του παρελθόντος, ήρθε και μια αποκάλυψη δια στόματος Αλεξανδρή. Και ποια ήταν αυτή; Εκείνος και ο Ξανθός θα επέστρεφαν στον Άρη για να τον κάνουν ξανά μεγάλο.

«Από το 1981 μέχρι σήμερα πηγαίνουμε στη Σίβηρη και βλεπόμαστε. Και πέρυσι ήρθε ο Γιάννης εγώ δεν τον είδα, δεν άντεξα. Ο Γιάννης έχει αυτή τη στιγμή ένα πρόβλημα υγείας και η γυναίκα μου που τον είδε μου είπε καλύτερα να μην τον δεις. Αυτά που έχω ζήσει με τον Γιάννη δεν μπορεί τα καταλάβει ο κόσμος και ούτε θέλω να τα μεταφέρω.

Ένα θα σου πω μόνο. Πριν 5-6 χρόνια εγώ με τον Γιάννη, όταν ήταν στα πρόθυρα του προβλήματος υγείας του, είχαμε κάνει συζητήσεις πως θα κάνουμε τον Άρη ξανά μεγάλο, δεν θέλω να πω παραπάνω λεπτομέρειες. Είναι τυχεροί που ο Γιάννης είχε αυτό το πρόβλημα, θα βλέπατε πως θα γινόταν ο Άρης, αν επιστρέφαμε με τον Ξανθό.

Ο Γιάννης δεν είχε χάσει την αγάπη του για τον Άρη, ούτε εγώ. Ήταν η πρώτη αγάπη. Μπορεί ο Ξανθός να έζησε απίστευτες στιγμές με τον Ολυμπιακό και την ΑΕΚ, αλλά η καρδιά του ήταν στον Άρη».

«Μπροστά στον Ίβκοβιτς στεκόμουν προσοχή»

Στη Σίβηρη της Χαλκιδικής θα μπορούσαμε να πούμε ότι είχε δημιουργηθεί ένα οικισμός προπονητών, από τον Ιωαννίδη και τον Αλεξανδρή, μέχρι τον Ίβκοβιτς και τον Ομπράντοβιτς.

«Κάθε χρόνο βλεπόμασταν με τον Ντούσαν στη Σίβηρη και μιλούσαμε. Τον σεβόμουν και ως προπονητή και ως άνθρωπο. Παρόλο που δεν είχα την τύχη να τον γνωρίσω, γιατί όταν ήρθε στον Άρη έφυγα εγώ. Αν έμενα και εγώ τότε ίσως να ήταν διαφορετική η ιστορία και των δύο μας.

Ήμασταν πάντα αντίπαλοι, είχαμε όμως σεβασμό ο ένας για τον άλλον. Εγώ καθόμουν προσοχή απέναντί του. Είναι κάποιοι άνθρωποι στο χώρο που έχουν δημιουργήσει τέτοια καριέρα, που φαντάζεις μικρός μπροστά τους. Και πρέπει να μάθουμε να σεβόμαστε. Και αυτός και ο Ομπράντοβιτς έλεγαν καλές κουβέντες για εμένα, αλλά δεν μπορεί να γίνει καμία σύγκριση μεταξύ μας. Αυτοί είναι Θεοί. Μια, δύο επιτυχίες δεν σε κάνουν ισάξιο με κάποιους ανθρώπους. Βλέπω τώρα τα νέα παιδιά που κάνουν μια νίκη και δεν μπορείς να τους μιλήσεις».

Φτάνοντας στο τέλος τη συζήτησή μας τον ρώτησα αν κοιτώντας το παρελθόν έχει μετανιώσει για κάποιες από τις επιλογές του. Η απάντηση ίσως και αναμενόμενη ,ενώ μίλησε και για το περίφημο αρχείου του, το οποίο του το έκλεψαν.

«Κοιτώντας τα πράγματα μεταγενέστερα καταλαβαίνεις ότι έχεις κάνει και λάθη, δεν είμαι αλάνθαστος. Αν γύριζε ο χρόνος πίσω, με τις ίδιες συνθήκες που ζούσα τότε, τα ίδια λάθη θα έκανα. Δεν μετανιώνω για τίποτα. Είμαι γεμάτος στη ζωή μου από αυτά που έζησα και πέτυχα, κυρίως από τους ανθρώπους που γνώρισα, τις φλιές που έκανα.

Όταν ένιωθα να με αδικούν ήθελα να πάρω τη ρεβάνς, να τους κάνω να πονέσουν όπως πόνεσα και εγώ. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό του.

Από μικρός σημείωνα ότι μου έκανε εντύπωση από ανθρώπους του αθλητισμού, της πολιτικής, του καλλιτεχνικού χώρου. Ήταν όλη μου η ζωή αυτό το αρχείο. Όταν ήμουν προπονητής στο Μαρούσι το ξέχασα το παράθυρο του αυτοκινήτου ανοικτό και μου πήραν τη τσάντα με όλες μου τις σημειώσεις, που για εκείνον που το πήρε δεν ήταν πράγματα αξίας, αλλά για εμένα ήταν. Μάλιστα, έβαλα αγγελία στην εφημερίδα "Αμαρύσια" με αμοιβή 100.000 όποιος μου το επιστρέψει. Θυμάμαι έψαχνα στους κάδους μήπως το βρω.

Τώρα έχω πάλι σημειώσεις, αλλά μου είχε στοιχίσει αυτό τότε. Όταν πάω να μιλήσω κάπου πάντα ανατρέχω στο παρελθόν, βλέπω δηλώσεις, βλέπω αυτά που έχω κρατήσει, για να θυμηθώ πράγματα που πρέπει να πω. Πρέπει να τη γνώση που έχεις να τη μεταλαμπαδεύσεις στα νεαρά παιδιά και προσπαθώ αν το κάνω τώρα που είμαι στον Αετό Φιλύρου».

*Ο Αλεξανδρής ομοσπονδιακός προπονητής στην Εθνική Ιορδανίας

«Στην πρώτη προπόνηση ζαλίστηκα, ούτε για ομάδα της Α2 δεν ήταν»

Πριν κρεμάσει το κοστούμι του προπονητή ο Αλεξανδρής αποφάσισε να ζήσει μια διαφορετική εμπειρία στη ζωή του, έξω από τα εγχώρια σύνορα, πηγαίνοντας σε μια χώρα της Μέσης Ανατολής για να αναλάβει την Εθνική Ιορδανίας. Μάλιστα, εκεί ανακάλυψε και έναν παίκτη, οποίος σήμερα αγωνίζεται στην Ευρωλίγκα και αν είχε εισακουστεί η εισήγησή του θα περνούσε και από τη χώρα μας.

«Τυχαία προέκυψε να αναλάβω την Ιορδανία. Μου έκανε αίτημα φιλίας ένας Σύριος, οποίος ήταν μάνατζερ στην Ασία, δέχομαι το αίτημα και μου στέλνει κατευθείαν μήνυμα και με ρώτησε αν ενδιαφέρομαι να δουλέψω στη Μέση Ανατολή και αν ήθελα ότι μπορούσε να μου βρει δουλειά. Οπότε σκέφτηκα δεν έχω να χάσω τίποτα.

Όσο ήμουν προπονητής στον Άρη με πλησιάζανε παιδιά για τους πάρω ως συνεργάτες μου. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Γιάννης Λίβανος. Την ώρα που πήρα το μήνυμα χτυπάει το τηλέφωνο και είναι ο Γιάννης. Του λέω κάνε ένα αίτημα φιλίας σε αυτόν και πες του ότι είσαι ο συνεργάτης μου και στείλε το βιογραφικό μου.

Και του λέω "αν μου βρει δουλειά θα σε πάρω για βοηθό μου", οπότε τα ανέλαβε όλα ο Γιάννης και όταν υπήρχε κάποιο νέο με ενημέρωνε. Τότε ήμουν προπονητής στην Καβάλα, δίναμε τότε το τελευταίο παιχνίδι της σεζόν, Σάββατο θυμάμαι ήταν, και την Τετάρτη φύγαμε για Ιορδανία με τον Γιάννη, ο λόγος μου είναι συμβόλαιο.

Ήταν από τις ομορφότερες εμπειρίες και περιόδους της ζωής μου. Τρεις μήνες μείναμε εκεί. Με κέρδισε αρχικά το οικονομικό, το οποίο ήταν πολύ καλό και ειδικά όταν κάνεις συμβόλαιο με τέτοιες Ομοσπονδίες, δεν φοβάσαι ότι θα χάσεις τα λεφτά σου, ούτε καν είχα το μυαλό μου εκεί. Και εννοείται η καινούρια εμπειρία, γνώρισα ένα νέο κόσμο.

Ακόμα κα τώρα έχω κρατήσει φιλίες, ένας από τους παίκτες που είχα εκεί ο Χαμάρσι μου έστειλε μήνυμα να πάω στην Ιορδανία για να συναντηθούμε μετά από 9 χρόνια».

Η αποστολή του, όμως, μόνο εύκολη δεν ήταν, καθώς το επίπεδο ήταν πολύ χαμηλό.

«Το 2011 είχαν χάσει στον τελικό για ένα πόντο από την Κίνα, οπότε νόμιζα ότι θα έχω τη δεύτερη ομάδα της Ασίας. Παίρνω και πληροφορίες από τον Δημήτρη Κυριακού, οποίος ήταν βοηθός προπονητή στην Κίνα. Είχα πάει πολύ οργανωμένος.

Και όταν πάμε εκεί ήταν μόνος ένας παίκτης από τους δώδεκα που ήταν την προηγούμενη χρονιά. Στην πρώτη προπόνηση που τους έκανα, ζαλίστηκα. Μετά την προπόνηση πηγαίνουμε με τον Γιάννη Λίβανο περπατώντας στο ξενοδοχείο, εγώ παραμιλούσα στον δρόμο και εκείνος είχε μείνει βουβός, γιατί η ομάδα ούτε για Α2 δεν ήταν.

Γυρνάει και μου λέει "κόουτς τι θα κάνουμε;" και του λέω "δύο πράγματα μπορούμε να κάνουμε. Πρώτον να κάτσουμε να πάρουμε τα λεφτά και να κάνουμε τη ζωή μας και δεύτερον να δουλέψουμε σκληρά. Και εγώ επιλέγω του δεύτερο".

Σε όλη μου τη ζωή δεν είχα ποτέ τέτοια ομάδα, ήταν όλα νέα, είχα μόνο έναν έμπειρο. Τρεις μήνες τους έσκισα στην προπόνηση για τους κάνω ομάδα, αλλά με λατρέψανε. Συμμετείχα και εγώ στις προπονήσεις, πιο ιδρωμένος και από αυτούς ήμουν. Δεν διαμαρτυρήθηκε ποτές κανείς.

Δοκίμασα πολλά παιδιά. Έτσι, βγάλαμε και τον Ντουβερίογλου, 18 χρονών ήταν τότε, φαινόταν ότι θα γίνει καλός. Τον είχα προτείνει στον Άρη και δεν τον πήραν. Έχει τούρκικο διαβατήριο, γιατί η μάνα του είναι από την Τουρκία και ο πατέρας του είναι Ιορδανός. Μου λένε τότε από τον Άρη «παίκτη με τούρκικο διαβατήριο θα πάρουμε;», δεν τους πίεσα και εγώ παραπάνω.

Από τις 15 ομάδες βγήκαμε 7η. Έπεσα στο Ραμαζάνι και έπεφταν λιπόθυμοι στις προπονήσεις. Πήγα στον πρόεδρο και του είπα αυτοί θα πεθάνουν, φέρε μου κάποιον να τους μιλήσει και το έκανε. Από τις 15 ομάδες καταφέραμε και βγήκαμε 7η».

«Είχα προτάσεις από ομάδες της Α1, αλλά δεν έχω κάποια φιλοδοξία να πραγματοποιήσω»

Στο τέλος αυτή της απολαυστικής κουβέντας δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στο σήμερα και στο ελληνικό μπάσκετ που προσπαθεί πάλι να βρει το δρόμο του. Μάλιστα, αναφέρθηκε και στο ελληνικό φαινόμενο, με τους προέδρους να κάθονται στον πάγκο των ομάδων.

«Όταν βγαίνεις στη σύνταξη δεν έχεις να γεμίσεις τις ώρες, σύνταξη δεν εννοώ τη μπασκετική , την ουσιαστική, συμπληρώνοντας τα απαραίτητα ένσημα, έπρεπε κάποια στιγμή να σταματήσω. Από εκεί και πέρα ήταν επιλογή μου να μην δουλέψω σε ομάδες τις Α1, γιατί είχα προτάσεις, αλλά δεν έχω κάποια φιλοδοξία να πραγματοποιήσω. Έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η Α1, φθίνει κάθε χρόνο περισσότερο. Εγώ έζησα εποχές πολύ δυναμικές χρονιές, με επιτυχίες, όχι μόνο προσωπικές , όλου του ελληνικού μπάσκετ και ως παίκτης και ως προπονητής.

Το μπάσκετ στην Ελλάδα ανδρώθηκε γιατί υπήρχαν παράγοντες σε όλες τις ομάδες και στη ηγεσία της ΕΟΚ και του ΕΣΑΚΕ υπήρχαν προσωπικότητες, οι οποίες είναι και αυτές συντελεστές στην πρόοδο του αθλήματος, είχαν συμμετοχή.

Μπορούσαν να ανοίξουν οποιαδήποτε πόρτα και να διεκδικήσουν, δικαίως, ότι αναλογούσε για το άθλημα. Τώρα δεν έχουμε τις προσωπικότητες, ούτε το κύρος των προηγούμενων παραγόντων, γιατί όλα από εκεί ξεκινάνε. Και ο Βασιλακόπουλος άφησε εποχή, μέχρι που κουράστηκε και μεγάλωσε, αλλά και οι παράγοντες που διοικήσαν τα σωματεία. Αν σκεφτώ από την εποχή που έπαιζα εγώ, στη Θεσσαλονίκη ήταν ο Μιχαηλίδης, ο Βεζυρτζής, ο Χαΐτογλου, που ήταν κορυφαίοι παράγοντες και επένδυσαν στο μπάσκετ απίστευτα ποσά και για αυτό και πρωταγωνιστούσαν και οι τρεις ομάδες, φτάνοντας να παίξουν Ευρωλίγκα.

Ως προπονητής έζησα παράγοντες απίστευτου βεληνεκούς , τον Φιλίππου στην ΑΕΚ, τον Παπακαλιάτη στο Ηράκλειο, τον Κωσταρίδη στη Ρόδο, τον Παπαθανασίου στην Καβάλα, τον Μαλάκο στη Λάρισα, τον Ταλαγιώργο στη Λάρισα, τον Βωβό στο Μαρούσι. Όλοι ήταν κορυφαίοι παράγοντες, αγαπούσαν το άθλημα και επένδυαν. Τώρα αν τους γυρίσεις ανάποδα, οι περισσότεροι, δεν έχουν ούτε ένα ευρώ να επενδύσουν στις ομάδες που διοικούν.

Έφτασε ο Παναθηναϊκός να είναι εκεί που είναι σήμερα, ενώ αυτό το σωματείο έκανε αίσθηση σε όλη την Ευρώπη, επί ηγεσίας Γιαννακόπουλων, με έξι ευρωπαϊκούς τίτλους, το δεύτερο σωματείο με τις περισσότερες Ευρωλίγκες μετά τη Ρεάλ, από τα κορυφαία σωματεία σε όλο τον κόσμο.

Κουράζονται οι παράγοντες, δεν μπορεί ο κάθε παράγοντας να επενδύει κάθε χρόνο εκατομμύρια, δεν γίνεται. Αυτοί που ήταν δεν πήγαιναν για να κερδίσουν, να βγάλουν κέρδος. Το θέμα ήταν να τους κρατήσουμε στο χώρο , επενδύοντας όσο λιγότερα χρήματα μπορούσαν για να μείνουν σε μακροχρόνια βάση. Τα μεγάλα σωματεία στην Ευρώπη συντηρούνται , όχι μόνο από τους παράγοντες, αλλά από τα διαρκείας και τις χορηγίες.

Εγώ ζω από το μπάσκετ όλη μου τη ζωή και εξακολουθώ να προσφέρω με αγάπη στα μικρά παιδιά, ώστε να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Πλέον δεν παρακολουθώ Α1, εκτός αν είναι κάποιο παιχνίδι που μου προκαλεί ενδιαφέρον. Φυσικά βλέπω Ευρωλίγκα, είναι ένα ενδιαφέρον πρωτάθλημα, παίζεται πολύ ωραίο μπάσκετ, υψηλού επιπέδου. Εδώ δεν με συγκινούν τα σωματεία, δεν υπάρχει ανταγωνισμός, δεν υπάρχουν προσωπικότητες, λείπουν από το χώρο. Τι να λέμε τώρα; Να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας; Και έξω και μέσα από το παρκέ λείπουν.

Όταν προπονούσα εγώ υπήρχαν 7-8 κορυφαίοι ξένοι προπονητές. Ήταν ο Ίβκοβιτς, ο Ομπράντοβιτς , ο Μάλκοβιτς, ο Τζούροβιτς, ο Σάκοτα. Και οι Έλληνες προπονητές, τότε, ήταν από τα μεγαλύτερα ονόματα, ο Μπούλης Κιουρμουτζόγλου, ο Ιωαννίδης, ο Κώστα Πολίτης, ο Κυρίτζης, δεν υπήρχε χώρος όχι να μπεις, ούτε αναπνεύσεις.

Εγώ αν δύο χρονιές δεν ανέβαζα το Γυμναστικό δύο κατηγορίες, θα ήταν δύσκολο να βρεθώ στην Α1, ήταν τέτοιο το επίπεδο. Τώρα μπορεί να κάνεις δύο χρονιές ως βοηθός και ξαφνικά να βρεθείς πρώτος. Δεν είναι κακό αυτό, όλα τα παιδιά πρέπει να συμμετέχουν και να έχουν όνειρο, αλλά δεν γίνεσαι εύκολα αποδεκτός από τον κόσμο. Ο κόσμος θέλει προσωπικότητες, όχι μόνο προπονητών, αλλά και παικτών.

Θυμήσου ότι τα μεγαλύτερα ονόματα του επαγγελματικού μπάσκετ των ΗΠΑ, του NBA, περάσανε από εδώ. Εγώ στην καριέρα μου ως προπονητής είχα 32 NBAers. Πλέον ψωνίζουν λαχεία, άμα σου βγει έχει καλός, αν δεν σου βγει άλλος.

Δρόμους ημιμαραθώνιους στη Ρόδο και στη Θεσσαλονίκη τους δείχνει ζωντανά η τηλεόραση, που κρατάνε 3-4 ώρες, και ένα παιχνίδι μπάσκετ για να δεις πρέπει να καταφύγεις στο ERTFLIX, και άμα είσαι και φτωχαδάκι και δεν έχεις τηλεόραση smart, δεν μπορείς να το δεις. Υπήρχε περίπτωση να είναι οι παλιοί παράγοντες και να μην τα κάνουν όλα λίμπα;

Αυτό εννοώ. Αν εξαιρέσεις δύο, τρεις ομάδες που κρατάνε το επίπεδο ψηλά σε προσέλευση κόσμου, στα υπόλοιπα παιχνίδια δεν υπάρχει κόσμος στις κερκίδες. Ένα παράδειγμα θα σου δώσω, όταν ήμουν στον Απόλλωνα Πάτρας και παίζαμε με τον Ολυμπιακό, το ΣΕΦ είχε 12.000 κόσμο. Αυτή η φθίνουσα πορεία δεν είναι για εμένα φυσιολογική. Το είπα και πριν, υπάρχει έλλειψη δυναμικού σε όλα τα επίπεδα. Ο Άρης είναι μόνη ομάδα που έχει κόσμο, ειδικά τώρα που η πληρότητα στα γήπεδα θα είναι 100% .

Ο Άρης είναι μια απογοήτευση, όταν βλέπεις φυλλοροή, κάθε εβδομάδα φεύγουν παίκτες και δεν γυρίζουν, και ο κόσμος που αγαπάει αυτή την ομάδα απογοητεύεται. Και στον Ηρακλή συμβαίνει αυτό, αλλά επειδή προέρχομαι από την οικογένεια του Άρη η απογοήτευση είναι ακόμη μεγαλύτερη. Και όσο δεν υπάρχει ένας ουσιαστικός επενδυτής, γιατί όλοι αυτοί είναι διοίκηση πρωτοδικείου, λένε κάνουμε ότι μπορούμε, με το κάνουμε ότι μπορούμε, δεν κάνουν τίποτα, γιατί δεν έχουν τις δυνατότητες. Δεν είναι γιατί δεν θέλουν, είναι γιατί δεν μπορούν. Το κακό είναι ότι παραμένουν, θα έπρεπε να κινήσουν γη και ουρανό για να βρουν κάποιο επενδυτή.

Το ίδιο έγινε με τον ΠΑΟΚ. Μπήκε η διοίκηση πρωτοδικείου με τον Μπάνε και έμεινε 12 χρόνια και όλοι ήταν ευχαριστημένοι, με τα χρέη να φτάνουν 5 εκατομμύρια. Δεν μπορείς; Φύγε. Αν θέλεις να βοηθήσεις έλα και ξεσκίσου να βρεις και να παλέψεις. Στον ΠΑΟΚ αν δεν βρισκόταν αυτή τη στιγμή αυτός ο μικροεπενδυτής, που για εμένα είναι πολύ μεγάλος, ο Χατζόπουλος, ο ΠΑΟΚ θα ήταν στα ίδια επίπεδα που είναι οι υπόλοιπες ομάδες, θα πάλευε να σωθεί. Ο άνθρωπος είπε ότι δεν μπορεί κάθε χρόνο να βάζει 300-400.000.

Βέβαια καμία φορά η καρέκλα είναι ελκυστική. Γιατί εγώ τον εκθείασα και δημόσια, όταν τελείωσε η περσινή χρονιά με επιτυχία και είπε πως εγώ το χρέος μου ως ΠΑΟΚτζης το έκανα, πρέπει να έρθει κάποιος να αναλάβει, δεν βρέθηκε, όμως, να αναλάβει κανείς και παρόλα αυτά παθιάζεται, κάθεται τον πάγκο, κάτι που δεν αρμόζει σε έναν πρόεδρο. Είναι λάθος αυτό, 100%.

Η θέση του προέδρου είναι πάντα στα επίσημα, είδες ποτέ κανένα πρόεδρο από τη Μπαρτσελόνα ή τη Ρεάλ να κάθονται στον πάγκο; Ούτε μπαίνουν στο γήπεδο και για να τους μιλήσεις πρέπει να κάνεις αίτηση, ως αθλητής ή ως προπονητή, και αυτό είναι το σωστό. Δεν ξέρω για ποιο λόγο το κάνουν αυτό κάποιοι πρόεδροι, αλλά ο πάγκος είναι κάτι ξεχωριστό.

Το παιχνίδι και τι θα ειπωθεί μετά μεταξύ των παικτών και των προπονητών είναι σαν ομερτά, δεν βγαίνει προς τα έξω. Όλοι οι μεγάλοι προπονητές, οι οποίοι κοουτσάρανε Άρη, Παναθηναϊκό, Ολυμπιακό είχαν έναν προστατευτικό πυρήνα από πρόσωπα που δεν άφηναν ούτε την τηλεόραση πολλές φορές να πάει ώστε να ακούσουν τι λένε. Δεν νοείτε ένας πρόεδρος να κάθεται στον πάγκο».

Ακολουθήστε τη σελίδα του metrosport.gr και στο google news.

Κάντε like στη σελίδα μας στο Facebook


Προτείνουμε
This page might use cookies if your analytics vendor requires them.