«Ακολούθησε κατά βήμα» σχεδόν έναν από τους παράγοντες που εκτιμούσε απεριόριστα, τον Βασίλη Σεργιαννίδη και για τον οποίο δεν έχανε την ευκαιρία να υποστηρίζει ότι τον βοήθησε να αγαπήσει το ελληνικό ποδόσφαιρο, περισσότερο τον ΠΑΟΚ και να αγκαλιάσει τον Μακεδονικό και τη Νεάπολη.
Χθες το πρωί η πολυαγαπημένη του σύντροφος, γλυκύτατη Θάλεια γνωρίζοντας ότι μας συνέδεε μισός και πλέον αιώνας ζεστής και αδιατάρακτης φιλίας, έσπευσε να μας ενημερώσει με αναφιλητά το τραγικό γεγονός: «Ο Γιάννης λύγισε».
Το σοκ ήταν αναπόφευκτο, όπως το ίδιο και η θλίψη. Θα έλεγα και η ορφάνια για εμάς, την παρέα του, την οποία συνήθιζε να αποκαλεί το «ξυπόλυτο τάγμα από τα προσφυγόπουλα» που ξεκίνησαν μόνα και αβοήθητα από το τίποτε και έγραψαν τη δική τους μικρή ή μεγάλη δεν έχει σημασία, ιστορία.
«Ρε συ δες ποιοι είμαστε και που φτάσαμε με την ψυχή μας και την αξία μας. Εσύ να έχεις δημιουργήσει μια εφημερίδα-βουνό και εγώ να έχω αναγκάσει τους Αθηναίους να παραδέχονται και να με αποδέχονται για τα μαγαζιά-διαμάντια και την ποιότητα που έδωσα στη νύχτα». Μου το «ξεφούρνιζε» σε κάθε ευκαιρία και όταν με έβλεπε σκεπτικό. Γελούσα κάπως συγκαταβατικά και του απαντούσα: «Έλα ρε συ Γιάννη δεν κάναμε και τίποτε περισσότερο από αυτό που θέλαμε».
Ατέλειωτες οι συζητήσεις μας, ιδιαίτερα το χειμώνα, στο αγαπημένο του στέκι, στο «Αγνάντι» της Επανομής. Κυρίαρχος θέμα ο ΠΑΟΚ. Όπως επίσης και οι παράγοντες και φορείς της πόλης που δεν μπορούσαν να εκπροσωπήσουν άξια το μέγεθος αλλά και απαιτήσεις της χαμοπατημένης συμπρωτεύουσας.
Ο μικρός... λαχαναγορίτης είχε ταλέντο στην αφήγηση. Τον απολάμβανα κυριολεκτικά όταν με εξιστορούσε τις εμπειρίες από τις σχέσεις του με τις γνωριμίες που ξεκινούσαν από θρύλους και κατέληγαν στα ντερβίσια τους μικροπωλητές. Το διάστημα που έστηνε την βιογραφία του με τη συγγραφή του βιβλίου του που είχε τίτλο: «Ενας βούρκος με γαρδένιες» ήταν κάπως μελαγχολικός και δεν ήταν λίγες οι φορές που κατέληγε στην άποψη ότι «αυτή η πόλη δε σου αναγνωρίζει τίποτε».
Μισός και πλέον αιώνας επιχειρηματίας στη διασκέδαση, πέρασαν από τα μαγαζιά του, τα λαμπρότερα ονόματα του καλλιτεχνικού στερεώματος. Ακόμη και σήμερα οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονται στην κορυφή του ελληνικού πενταγράμμου. Σε αυτό το μισό αιώνα παρουσίας του στη διασκέδαση, μοναδικό του μέλημα ήταν η ποιοτική βελτίωση και αναβάθμιση του χώρου.
Όλα τα νυχτερινά κέντρα που δημιούργησε, χαρακτηρίζονταν από μεράκι και καλό γούστο. Τα «Δειλινά» και το «Καν Καν» στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης, η «Καπνονού» στο Πανόραμα, η μπουάτ «Θεμέλιο» (μέσα στη Διεθνή Εκθεση), ο «Ζορμπάς» στο Σιδηροδρομικό Σταθμό, και το μετέπειτα «Διογένης Παλλάς», το «Οπερα Κλαμπ» στην Καλαμαριά και το «Χρυσό Βαρέλι» στην Αθήνα αποτελούσαν πραγματικά κοσμήματα και όχι πρόχειρα κατασκευάσματα όπως συνηθίζονταν από άλλους.
Στο βιβλίο του «Ενας βούρκος με γαρδένιες» μπορείς να βρεις εκπληκτικές ιστορίες που αφορούν εμπειρίες από γνωριμίες του οι οποίες αρχίζουν από τον Ωνάση, τον Καζαντζίδη, την Μαρινέλλα, τον Νταλάρα, τον Πάριο, τον Στράτο Διονυσίου, μέχρι τους συμπαίκτες του στις μικρές θρυλικές ομάδες του Δικέφαλου.
«Κολλητός» του μεγάλου ΠΑΟΚτσή, Ιορδάνη Καπασακάλογλου (Καραμανλή) και «αδελφός» με τον Λέαντρο Συμεωνίδη ήταν παθολογικά προσκολλημένος στην ιδέα του ΠΑΟΚ και της προσφυγιάς. Το προσφυγόπουλο από το Μονοπήγαδο «έφυγε» χθες αφήνοντας πίσω του παρακαταθήκες και αναγνωρίσεις από τους αντιπάλους του όπως: το «φαινόμενο» στο χώρο της νύκτας, της ψυχαγωγίας και της διασκέδασης.
Τι άφησε πίσω του εκτός από τον πόνο και τη θλίψη στην αγαπημένη του Θάλεια, στα δυο του παιδιά και στους δικούς του; Σε όλους εμάς που τον θωρούσαμε καρντάσι και κορυφαίο μέλος του «ξυπόλυτου τάγματος» των προσφυγόπουλων που πέτυχαν κάτι στη ζωή τους, ένα τεράστιο κενό και μια μεγάλη στεναχώρια στην ψυχή μας. Καλό ταξίδι φίλε! Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή τους!