Ο ΠΑΟΚ παίρνει τον Γιόζιπ Μίσιτς από την Σπόρτινγκ Λισαβόνας. Οι Πορτογάλοι τον στέλνουν δωρεάν δανεικό μέχρι το καλοκαίρι και βάζουν οψιόν αγοράς στα 2.5 εκατομμύρια ευρώ- προκειμένου να ρεφάρουν τα 3 εκατομμύρια που έδωσαν πέρσι στην Ριέκα για να τον αγοράσουν- και κρατούν και το 20% της μεταπωλητικής του αξίας. Έτσι θεωρούν ότι μπορούν να βγάλουν, όσο μπορούν, κέρδος από τη ζημία της απόκτησης του.
Γιατί κακά τα ψέματα ο Μίσιτς, χωρίς να έχει συμπληρώσει ούτε συνολικά 90΄ παιχνιδιού φέτος στα πόδια του, δεν βγήκε ως επιλογή στους Πορτογάλους. Πρόσθετη απόδειξη ότι αν και άλλαξαν τρεις προπονητές κανένας τους δεν τον θεώρησε ικανό να ξεκινάει βασικός στην ενδεκάδα. Αυτό κάτι λέει. Και είναι ενδεικτικό.
Αν πάμε όμως πέρα από την υποκειμενική εντύπωση αυτών που γνωρίζουν, οι άνθρωποι που τον έχουν ζήσει και τον έχουν δει να αγωνίζεται, υποστηρίζουν ότι είναι μεν καλός αλλά είναι ταυτόχρονα εκνευριστικά αργός! Όπως λένε αν το παιχνίδι απαιτεί ένταση και γρήγορο ρυθμό τότε υπάρχει πρόβλημα. Όμως εδώ υπάρχει αντίλογος. Μιλάμε για το αργό ελληνικό πρωτάθλημα που πολλοί αντί να τρέχουν περίπου βαδίζουν. Σ΄ αυτές τις συνθήκες ο Μίσιτς θα μπορούσε να σταθεί αξιοπρεπώς.
Όχι βέβαια ότι θα κάνει την διαφορά. Είναι ένας καλός παίκτης, με καλή τεχνική κατάρτιση, ικανός να προωθήσει το παιχνίδι, να κυκλοφορήσει την μπάλα, αλλά μέχρι εκεί. Στην ουσία ο ΠΑΟΚ τον θέλει για να συμπληρώσει τον αριθμό των παικτών που απαιτούνται στην μεσαία γραμμή για να βγει χωρίς απώλειες η κούρσα του πρωταθλήματος. Περισσότερο πρόκειται για αριθμητική πρόσθεση και όχι ποιοτική. Αυτό είναι σχεδόν ξεκάθαρο από όσα κουβαλάει στο δισάκι του.
Όμως για τον ΠΑΟΚ το θέμα είναι άλλο. Το σπουδαιότερο όλων είναι να διατηρήσει την ισορροπία στα αποδυτήρια και την ομοιογένεια του συνόλου, χωρίς να χαθεί το κίνητρο και με επιτακτική ανάγκη να μείνουν όλοι προσηλωμένοι στον στόχο. Είναι το πλέον καθοριστικό για την κατάκτηση του πρωταθλήματος.