Η μπλούζα της Μάντσεστερ με το Νο. 7 έχει κάποια μυθική αξία. Φορώντας την όμως δεν έχει σε καμία περίπτωση εγγύηση επιτυχίας- όπως παραδείγματος χάρη όταν την φορούσε ο Αντόνιο Βαλένσια και Μάϊκλ Όουεν ως προκάτοχοι του Άνχελ ντι Μαρία.
Ωστόσο δεν είναι απλώς ότι η Γιουνάϊτεντ είχε πολύ καλούς παίκτες, είναι ότι μερικοί από τις πιο μεγάλες ποδοσφαιρικές προσωπικότητες φορούσαν αυτόν τον αριθμό.
Οι εικόνες του μυαλού με το No. 7 είναι γεμάτες με το πνεύμα του Τζόρτζ Μπέστ και του Έρικ Καντονά, με τη λαμπρότητα του Κριστιάνο Ρονάλντο και την αποφασιστικότητα του Μπράϊαν Ρόμπσον. Για όσους όμως αρνούνται τη λατρεία των αριθμών δεν έχει νόημα, αλλά σε εκατομμύρια οπαδούς αντιπροσωπεύει κάτι ιδιαίτερο.
Στην πραγματικότητα, η κατάταξη των παικτών με το θρυλικό νούμερο είναι ένα αδύνατο έργο. Έπαιξαν σε διαφορετικές εποχές - πώς θα ήταν καλύτερος ο Μπέστ αν είχε «πρόσβαση» στο είδος προπόνησης που έκανε ο Ρονάλντο; Έπαιξαν επίσης σε διαφορετικές θέσεις. Υπάρχουν παίκτες στις πτέρυγες, μέσοι και κεντροαριστεροί και εκείνοι που παίζουν σε όλες αυτές τις θέσεις ταυτόχρονα, με την λαμπρότητα τους.
Οι κορυφαίοι δεν χρειάζονται να είναι σε καμία κατάταξη με καμία απολύτως αιτιολόγηση εδώ απλά μιλάμε για μια μαγεία.
Μιλάμε για την μαγεία του Νο 7 στους «Κόκκινους Διαβόλους»
Τζόρτζ Μπέστ (1969-1974)
Έφτασε στο Μάντσεστερ σε ηλικία 15 ετών, έκανε το ντεμπούτο του στην πρώτη ομάδα στα 17, κέρδισε τον πρώτο του τίτλο στο 19 και έβαλε στην τροπαιοθήκη του το Ευρωπαϊκό Κύπελλο μία εβδομάδα μετά τα 22 του γενέθλια. Ήταν μια πορεία γεμάτη επιτυχίες και σε αυτό το πλαίσιο οι προσωπικές δυσκολίες που αντιμετώπισε έχουν νόημα.
Δέκα χρόνια μετά το Μόναχο, η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στέφθηκε για πρώτη φορά στην ιστορία της πρωταθλήτρια Ευρώπης επικρατώντας με 4-1 την Μπενφίκα στο «Γουέμπλεϊ», ο Μπεστ πέτυχε το δεύτερο γκολ της αναμέτρησης, πραγματοποιώντας ένα σόλο, περνώντας και τον τερματοφύλακα. Στο τέλος της σεζόν θα κατακτήσει τον τίτλο του κορυφαίου Ευρωπαίου ποδοσφαιριστή και θα βάλει το όνομά του δίπλα σε αυτά των Λόου και Τσάρλτον το άγαλμα των οποίων στέκεται έξω από το γήπεδο.
Αν ποτέ τύχει να δείτε παλιούς του αγώνες, σε λασπώδη γήπεδα με δύσκολες συνθήκες με τρομερές προκλήσεις από αντιπάλους που ποτέ δεν θα μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν, η ικανότητα του θα σας αφήσει άφωνους. Σημείωσε όμορφα και παράλληλα κρίσιμα γκολ, εκτελέσεις φάουλ που αψηφούσαν τη λογική.
Το 1968 τον βρίσκει με την «Χρυσή Μπάλα», ήταν ο πρώτος Βορειοϊρλανδός που τιμήθηκε με το βραβείο του κορυφαίου ποδοσφαιριστή στον κόσμο. Σε ηλικία μόλις 22 χρόνων είχε ήδη κατακτήσει πρωτάθλημα στην Αγγλία, Κύπελλο Πρωταθλητριών και την «Χρυσή Μπάλα»
Ερίκ Καντονά (1992 - 1997)
«Γνωρίζεις ότι είσαι ερωτευμένος, αλλά δε χρειάζεται να εξηγήσεις πώς αισθάνεσαι ή γιατί αισθάνεσαι έτσι. Νομίζω πως αν θες να εξηγήσεις τη σχέση που έχω με τους οπαδούς της Γιουνάιτεντ θα χρειαστείς πολύ καιρό. Μερικές φορές είναι καλύτερο να μην εξηγείς κάτι» είχε πει ο ίδιος στο βιβλίο «Manchester United: The Biography».
Αποκτήθηκε τον Δεκέμβριο του 1992, σημείωσε εννιά τέρματα στο υπόλοιπο εκείνης της σεζόν και πανηγύρισε το πρωτάθλημα. Την επόμενη σεζόν σημείωσε 25 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις και βοήθησε στην κατάκτηση του νταμπλ. Αποχώρησε μετά τον τίτλο του 1997, στα 30 του, ενώ το... highlight του με τη φανέλα του Μάντσεστερ ήταν η κλωτσιά α λα κουνγκ φου σε οπαδό στο «Σέλχαστ Παρκ» το 1995.
O Καντόνα ήταν παίκτης ομάδας - παρόλο που είχε προσωπικές διακρίσεις, βοηθώντας πάρα πολύ και τους συμπαίκτες του.
Η σημασία που του είχε δείξει ο Φέργκιουσον ήταν σημαντική. Ήταν μια «υπερδυναμική» φιγούρα, αλλά ήταν και ένας θαυμάσιος ποδοσφαιριστής. Έβαλε σημαντικά γκολ, είτε νικητήρια είτε της ισοφάρισης, συμπεριλαμβανομένου εκείνο του τελικού στο FA Cup ενάντια στη Λίβερπουλ.
«Αν υπήρχε ένας παίκτης, σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, που ήταν γραφτό να παίξει για τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, τότε αυτός ήταν ο Καντονά. Τεντωνόταν, σήκωνε το κεφάλι του έλεγχε τα πάντα μέσα στο παιχνίδι» είχε πει κάποτε ο Φέργκιουσον.
Μπράιαν Ρόμπσον (1981 - 1994)
Ο Μπράιαν Ρόμπσον ήταν ένα φως στο σκοτάδι για τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ τη δεκαετία του '80.
Ο αρχηγός της ομάδας αλλά και της χώρας, ο Μπράϊαν ήταν ένας «φάρος» προσπάθειας και ικανότητας σε μια χρονιά που ήταν καθοριστική όπως αυτή της κατάκτησης του FA Cup το 1985. Ανέβαζε το ηθικό όλων, και έζησε στο πετσί του την αλλαγή τεχνικής ηγεσίας από τον Ρόμπ Άτκινσον στον Σερ Άλεξ Φέργκιουσον.
Ένας παίκτης κυριολεκτικά box-to-box, σκόραρε, μάρκαρε και έτρεχε σε όλα τα παιχνίδια. Ήταν ένας θαυμαστός παίκτης στις προσπάθειες του οποίου πολλά από αυτά που ήρθαν αργότερα χτίστηκαν λεπτομερώς
Ηγέτης, με όλη την έννοια της λέξης. Φόρεσε τη φανέλα των «κόκκινων διαβόλων» σε 461 παιχνίδια σε όλες τις διοργανώσεις, σκόραρε συνολικά 99 γκολ, και πανηγύρισε την κατάκτηση δύο πρωταθλημάτων, τριών Κυπέλλων, ενός Λιγκ Καπ, τριών Τσάριτι Σιλντ, ενός Κυπέλλου Κυπελλούχων και ενός Ευρωπαϊκού Σούπερ Καπ!
Οι πολυάριθμοι τραυματισμοί δεν τον πτόησαν ποτέ και μέχρι την τελευταία σεζόν του, έδινε τα πάντα.
Ντέιβιντ Μπέκαμ (1995 - 2003)
Μερικές φορές αισθάνεται ότι λόγω της παγκόσμιας παρουσίας του ως "μπράντ νέιμ", η ικανότητά του για ποδόσφαιρο είναι υποτιμημένη. Η αλήθεια είναι ότι ήταν ένας απολύτως μαγευτικός παίκτης της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ.
Μια συλλογή όλων των γκολ του,υπήρχαν πολλά καθώς και αμέτρητες ασίστ, δείχνει δύο πράγματα. Το πρώτο είναι ότι πολλά από τα γκολ που σημείωσε ήταν τόσο όμορφα όπως αυτός.
Το δεύτερο είναι ότι ήταν ένας «γνήσιος »παίκτης μεγάλου παιχνιδιού. Η διεθνής σταδιοδρομία του , το απέδειξε σε πολλές περιπτώσεις - αυτός το εκπληκτιό γκολ εναντίον της Ελλάδας στο Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2002, για παράδειγμα.
Όμως η ομάδα του Μάντσεστερ κατάφερε πολλά περισσότερα από την Αγγλία κατά τη διάρκεια της καριέρας του Μπέκαμ εκεί, έμεινε στην καρδιά πολλών οπαδών. Σκόραρε εναντίον του Τότεναμ στο παιχνίδι που έκρινε τον τίτλο πρωταθλήματος την σεζόν του τρέμπλ.
Στη συνέχεια, με την πιο εκπληκτική πίεση που ασκούσαν οι τότε μη «χτυπημένοι» ώμοι του, εκτέλεσε δύο εξωπραγματικά κόρνερ στον τελικού του Champions League, με θεαματικό αποτέλεσμα. Ο Ντέιβιντ Μπέκαμ ήταν ένας εκπληκτικός παίκτης και αξίζει τη θέση του στο πανθεόν των «Κόκκινων Διαβόλων»
Κριστιάνο Ρονάλντο (2003 - 2008)
Φορούσε την «βαριά φανέλα» ενώ βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη στον παίκτη που έπρεπε να γίνει, και τα πρώτα του χρόνια ήταν αποσπασματικά. Ωστόσο, σε εκείνο το νούμερο ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι θεωρείτε ως ο καλύτερος στον κόσμο.
Κέρδισε την «Χρυσή Μπάλα» το 2008, μια σεζόν με την Γιουνάιτεντ η οποία έκανε το ντάμπλ με το πρωτάθλημα και την κατάκτηση του Champions League .
Σημείωσε γκολ που φαίνονταν να αψηφούν τη φυσική και ήταν απίστευτα άμεσος και σκόπιμος.
Έφυγε για την Ρεάλ Μαδρίτης και προφανώς πήγε ακόμα καλύτερα. Από την άποψη της απόδοσης και της απόλυτης προσωπικής ικανότητας, ο Ρονάλντο ίσως είναι ο καλύτερος παίκτης που έπαιξε ποτέ για την Μάντσεστερ. Στη σύγχρονη εποχή, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι είναι.
Αλέξις Σάντσες (2018-)
Πέρσι ο «Special One» κράτησε στο... ντουλάπι το «Νο7». Προληπτικό τον είπαν πολλοί ενώ οι περισσότεροι είπαν ότι περίμενε μέχρι τελευταία στιγμή τον Αντουάν Γκριζμάν για να του την παραδώσει. Η προτίμηση στον 29χρονο Σάντσες αποτελεί την αρχή της νέας εποχής που θα συνδέσει τη σημερινή Γιουνάιτεντ με την ομάδα που κυριαρχούσε σε παγκόσμιο επίπεδο την προηγούμενη δεκαετία.
Ο Χιλιανός θα επιδιώξει να γίνει ο διάδοχος του εμβληματικού Μπεστ, του σπουδαίου Καντονά, του θρυλικού Ρόμπσον, του τεχνίτη Μπέκαμ και του σούπερ σταρ Ρονάλντο.
Η αξία και οι μνήμες που κουβαλά το «7» των «κόκκινων διαβόλων» δεν υπάρχουν σε καμία άλλη αντίστοιχη φανέλα συλλόγου, η μόνη σύγκριση που μπορεί να γίνει είναι με τα 10αρια της Βραζιλίας ή της Αργεντινής, διότι οι κάτοχοί τους υπήρξαν οι μεγαλύτεροι ποδοσφαιριστές που ανέδειξε ο πλανήτης.
Η ιστορία της φανέλας με το νούμερο 7