Παίζεις με τον Πανιώνιο και έχεις μόνο μια καλή ευκαιρία, με σουτ στο δοκάρι από τον Μπίσεσβαρ και ένα φαουλ του Πέλκα στο δοκάρι και, δικαιολογημένα, αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν να νικήσεις. Ξαφνικά, στο 76’, ο Πρίγιοβιτς κάνει το «μαγικό», σκοράρει και σου χαρίζει τη νίκη. Μια νίκη που δίνει τρεις πολυτιμότατους βαθμούς, μετά από μία ακόμη μετριότατη εμφάνιση.
Μοιραία, δεν αξίζει να κουβεντιάσεις για τίποτε άλλο πέρα από τον Πρίγιοβιτς, άλλωστε σχεδόν όλα τα υπόλοιπα που είδαμε χθες ήταν βαρετά και κουραστικά, αν εξαιρέσουμε τις τρεις καλές στιγμές που είχε ο ΠΑΟΚ πέρα από το γκολ.
Ο τρόπος με τον οποίο σκοράρει ο Πρίγιοβιτς πιστοποιεί ότι είναι θαυμάσιος παίκτης. Οχι μόνο ένας ικανός σκόρερ, αλλά και ο φορ που έχει τη δυνατότητα να της «μιλήσει» της μπάλας για να του κάνει τα κέφια. Αυτό το χθεσινό ήταν το δεύτερο παρόμοιο γκολ που πετυχαίνει, με πρώτο το άλλο το «μαγικό» στην Ξάνθη, στο 1-2 για το Κύπελλο. Συνεπώς, τίποτε τυχαίο. Απλώς το παλικάρι «το έχει». Το έχει και το δείχνει με ευκολία.
Το ιντριγκαδόρικο της ιστορίας είναι ότι ο Πρίγιοβιτς σκοράρει λίγα λεπτά μετά την είσοδό του στον αγωνιστικό χώρο, αντικαθιστώντας τον Αθανασιάδη, που για ένα ακόμη παιχνίδι Πρωταθλήματος μένει «άσφαιρος». Για όποιον αρκείται σε εύκολη κριτική, το συμπέρασμα είναι αυτονόητο: Παικταράς ο Πρίγιοβιτς, άχρηστος ο Κλάους. Δεν τον επηρεάζει το γεγονός ότι στο 88’ ο Πρίγιοβιτς χάνει τετ α τετ, γιατί έχει χορτάσει από το καταπληκτικό γκολ που προηγήθηκε. Αντίθετα, από τον Κλάους δεν είδε απολύτως τίποτε...
Ο πιο λογικός, όμως, θα δει ότι και χθες, επί 65 λεπτά, η μπάλα δεν πήγε ποτέ στον Αθανασιάδη. Ο Πρίγιοβιτς βρέθηκε τρεις φορές με την μπάλα στα πόδια σε φάση για γκολ, ο Αθανασιάδης καμία. Μα, θα μπορούσε, θα πει κανείς, να βάλει ο Κλάους το γκολ που έβαλε ο Πρίγιοβιτς; Ισως όχι. Ισως όμως και να το έβαζε με έναν άλλον, δικό του τρόπο. Ισως να πετύχαινε και περισσότερα από ένα γκολ αν έπαιρνε κι αυτός τρεις πάσες της προκοπής. Ισως, από την άλλη, αν έπαιζε ο Πρίγιοβιτς από την αρχή, να είχε πετύχει κι άλλα γκολ και ο ΠΑΟΚ να κέρδιζε πολύ πιο εύκολα. Αρκεί, βέβαια, να έπαιρνε την μπάλα από τους συμπαίκτες του. Διότι και αυτός καταδικάστηκε σε πολλά από τα τελευταία ματς σε «αφλογιστία» επειδή η ομάδα δεν βρήκε τον τρόπο να τον αξιοποιήσει.
Σε κάθε περίπτωση πάντως (και εκεί θέλω να καταλήξω) η συζήτηση αυτή και η σύγκριση ανάμεσα στους δύο παίκτες δεν οδηγεί πουθενά και δεν ωφελεί σε τίποτε. Το ιδανικό είναι να έχει ο ΠΑΟΚ δύο γκολτζήδες φορ (μακάρι και τρεις, με τον Κουλούρη) και να μπορεί να τους αξιοποιεί και τους δύο ή και τους τρεις. Να βγαίνει ο ένας, να μπαίνει ο άλλος και να μη φαίνεται καμία διαφορά. Αλλά για να συμβεί αυτό θα πρέπει να ανεβεί ποιότητα συνολικά όλη η ομάδα. Και για να γίνει πολύ πιο ποιοτική η ομάδα, χρειάζονται πολλοί ακόμη αληθινά ποιοτικοί παίκτες, που θα είναι ικανοί να ανταποκριθούν στις υψηλές απαιτήσεις του κόσμου του ΠΑΟΚ και τις φιλοδοξίες του ίδιου του Ιβάν Σαββίδη.