Τον Αύγουστο του 1996 η Άρσεναλ απέλυσε τον Μπρους Ρίοκ κι έδωσε προσωρινά τα ηνία στον Στιούαρτ Χιούστον κι έπειτα στον Πατ Ράις, ψάχνοντας έναν μόνιμο προπονητή. Παρότι ο Γιόχαν Κρόιφ ήταν το φαβορί για ν΄ αναλάβει, η διοίκηση στήριξε την επιλογή του αντιπροέδρου του συλλόγου και αθλητικού διευθυντή, Ντέιβιντ Ντιν, που ήταν ο Αρσέν Βενγκέρ.
Η πρόσληψη του Αλσατού καθυστέρησε αρκετές ημέρες, αφού είχε συμβόλαιο με τη Ναγκόγια Γκράμπους της Ιαπωνίας. Αυτό λύθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου και ο Βενγκέρ έδωσε τα χέρια με τους «κανονιέρηδες». Επισήμως, η θητεία του ξεκίνησε από την 1η Οκτώβρη του 1996, με τον ίδιο στις πρώτες του δηλώσεις να λέει: «Ο κύριος λόγος που ήρθα είναι πως αγαπώ το αγγλικό ποδόσφαιρο, οι ρίζες του παιχνιδιού είναι εδώ».
Πολλοί είχαν αντιμετωπίσει με δυσπιστία την κίνηση αυτή της Άρσεναλ. Άσημος ως ποδοσφαιριστής και με την προηγούμενη δουλειά του να είναι στην Ιαπωνία, ο 47χρονος τότε Βενγκέρ (που λίγα χρόνια νωρίτερα είχε πει «όχι» σε πρόταση του Ολυμπιακού) ήταν άγνωστο πρόσωπο για το αγγλικό ποδόσφαιρο και πολλοί αμφισβήτησαν την επιλογή των «κανονιέρηδων» να εμπιστευτούν για πρώτη φορά μη Βρετανό προπονητή.
Από τη δυσπιστία, στην επιτυχία
Πολύ σύντομα όμως, ο «Professeur» έκανε τους πάντες να αλλάξουν άποψη, αλλάζοντας το πρόσωπο της Άρσεναλ, αλλά και της Premier League. Φέρνοντας νέες μεθόδους προπόνησης, με μεγαλύτερη προσοχή στην διατροφή, βοήθησε το αγγλικό ποδόσφαιρο να προχωρήσει από την εποχή που οι ποδοσφαιριστές έπιναν μπύρες μετά το ματς, στον απόλυτο επαγγελματισμό.
Πάνω απ' όλα όμως, για τους φίλους των «κανονιέρηδων», η έλευση Βενγκέρ έφερε μία από τις πιο επιτυχημένες περιόδους στην ιστορία του συλλόγου, γεμάτη τίτλους, ρεκόρ και καταπληκτικό ποδόσφαιρο, με «καλλιτέχνες» όπως οι Ανρί, Μπέργκαμπ και Πιρές, αλλά και «σκληρούς» όπως ο Βιεϊρά. Επίσης, ο Βενγκέρ είναι ο αληθινός «αρχιτέκτονας» της μετακόμισης από το παλιό «Χάιμπουρι» στο υπερσύγχρονο «Έμιρεϊτς».
Μόλις στη δεύτερη σεζόν του στο «Χάιμπουρι», ο Βενγκέρ οδήγησε την Άρσεναλ στο πρώτο νταμπλ από το 1971, απειλώντας την κυριαρχία της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Την σεζόν 2001-02 ακολούθησε ένα δεύτερο νταμπλ, το 2003 η κατάκτηση του Κυπέλλου, ενώ το 2004 οι «κανονιέρηδες» αναδείχτηκαν ξανά πρωταθλητές στην Premier League, χωρίς να γνωρίσουν ούτε μία ήττα σε όλη τη διάρκεια της σεζόν! Το 2005 οι «κανονιέρηδες» κατέκτησαν άλλο ένα Κύπελλο, ενώ το 2006, στην τελευταία χρονιά του «Χάιμπουρι», έφτασαν για πρώτη φορά στον τελικό του Champions League, όπου έχασαν από την Μπαρτσελόνα.
Αλλά δεν είναι μόνο οι τίτλοι με την Άρσεναλ, οι οποίοι προσέδωσαν στον Βενγκέρ το εγνωσμένο του στάτους. Ανακηρύχτηκε τρεις φορές ως προπονητής της σεζόν στην Premier League (1998, 2002, 2004) ενώ του απονεμήθηκε δύο φορές το αντίστοιχο βραβείο από το LMA. Το 2002 και το 2004 το δημοφιλές βρετανικό ειδησεογραφικό δίκτυο, «BBC», τον ανακήρυξε σε προσωπικότητα της χρονιάς και το 2006 μπήκε στο Hall of Fame του αγγλικού ποδοσφαίρου. Μάλλον λογικά βάσει των ανωτέρω επιτευγμάτων, το IFFHS τον έχρισε ως προπονητή της δεκαετίας (2001-2010), αν αναλογιστεί κανείς ότι έλαβε την τιμητική διάκριση του προπονητή του μήνα στην Premier League για 15 διαφορετικούς μήνες.
Αναζητώντας τη χαμένη αίγλη
Ωστόσο, τα τελευταία 8-10 χρόνια, η Άρσεναλ έχει πάψει να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην Premier League. Η έλευση του Αμπράμοβιτς στην Τσέλσι, των σεΐχηδων στη Μάντσεστερ Σίτι, έφεραν νέα «εποχή» στο αγγλικό ποδόσφαιρο, όπου… το χρήμα μιλάει, με αποτέλεσμα το δόγμα Βενγκέρ για «χτίσιμο» ομάδας μέσα από την δουλειά και όχι από τις πολυδάπανες μεταγραφές, να αφήσει την ομάδα πίσω σε σχέση με τους ανταγωνιστές της. Αυτό έφερε γκρίνια από την εξέδρα, που ζήτησε από τον Βενγκέρ να αρχίσει να «ξοδεύει», ώστε να παραμείνει ανταγωνιστική η ομάδα. Ο Αλσατός υποχώρησε μόνο εν μέρει και η έλευση ονομάτων όπως οι Εζίλ και Σάντσες, έφεραν την επιστροφή στους τίτλους, με τα δύο σερί Κύπελλα του 2014 και του 2015. Ωστόσο, το ζητούμενο ακόμα παραμένει η επιστροφή στην κορυφή της Premier League για πρώτη φορά μετά το 2004, αλλά και μία νέα μεγάλη πορεία στο Champions League.