Λίγες μέρες πριν αποχαιρετήσουμε το 2017 και για όποιον θέλει ειλικρινά να κάνει μια αποτίμηση για το τι συνέβη στο ποδόσφαιρό μας και αυτή την χρονιά, τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει μόνο θλίψη προκαλούν.
Αρχικά, ανοιχτές παραμένουν ακόμη οι μεγάλες δικαστικές υποθέσεις. Κανείς δεν μπορεί με σιγουριά να πει ότι θα υπάρξουν καταδίκες, ότι θα στοιχειοθετηθούν κακουργήματα και ορισμένοι θα πληρώσουν ακριβά την ανάμιξή τους στην διαφθορά, ώστε να υπάρξει παραδειγματισμός.
Για να μην πω ότι υπάρχει διάχυτη η αίσθηση πως και στο «Koriopolis» και στην «Εγκληματική Οργάνωση», που έγινε «Σύσταση Συμμορίας», αλλά ενδέχεται να ξαναγίνει «Εγκληματική Οργάνωση», στο τέλος θα δούμε την πλειοψηφία των κατηγορούμενων να πέφτουν στα μαλακά.
Ενώ, όμως, είναι ανοιχτές οι μεγάλες δικαστικές υποθέσεις, είναι ξεκάθαρο ότι κανενός το… αυτί δεν ιδρώνει. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα περίμενε κανείς να ηρεμήσουν λίγο τα πράγματα στο θέμα της διαφθοράς, να υπάρχει μια ανησυχία, να φυλάνε λίγο τα ρούχα τους αυτοί που πρωταγωνιστούν.
Ωστόσο, όχι μόνο δεν έχουν μαζευτεί, αλλά, οι καταγγελίες που υπάρχουν για στημένα παιχνίδια και παράνομο στοιχηματισμό, οι έρευνες της αστυνομίας και οι συλλήψεις έως και ποδοσφαιριστή ο οποίος στοιχημάτιζε σε βάρος της ομάδας του, αποδεικνύουν ότι η διαφθορά έχει γίνει… συνώνυμο του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Όμως, το φαινόμενο αυτό υπάρχει διότι υπάρχουν και οι συνθήκες που επιτρέπουν την ύπαρξή του.
Είναι κοινό μυστικό ότι υπάρχουν πάρα πολλές ομάδες, ακόμη και σε επαγγελματικά πρωταθλήματα, οι οποίες έχουν ως μοναδικό λόγο ύπαρξης την συμμετοχή τους σε παράνομες πράξεις.
Κάποιοι λένε ότι δεν θα πρέπει να κατηγορούμε αυτές τις ομάδες, διότι, από την στιγμή που δεν έχουν –κανονικά- έσοδα, θα πρέπει με κάποιο τρόπο να βρούνε τα απαραίτητα προς το ζην.
Μας λένε, δηλαδή, να δεχτούμε ότι η διαφθορά είναι έως ενός σημείου… δικαιολογημένη. Εδώ έχει φτάσει το ποδόσφαιρό μας, λίγο πριν υποδεχτούμε το 2018.
Δικαιολογούμε τις… εκπτώσεις κάθε τρεις και λίγο προκειμένου να μην εξαφανιστούν ολόκληρα πρωταθλήματα, καθώς οι περισσότερες ομάδες που συμμετέχουν σ’ αυτά δεν μπορούν να ανταποκριθούν ούτε στο μίνιμουμ των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούν.
Φτάσαμε στο σημείο να μην παραξενευόμαστε ακόμη κι αν ακούσουμε ότι κάποιες ομάδες συμφωνούν τα αποτελέσματα των μεταξύ τους αγώνων και στοιχηματίζουν σ’ αυτά ώστε από το όφελος που θα προκύψει να πληρώσουν τους ποδοσφαιριστές, γιατί άλλο τρόπο δεν έχουν.
Μπορεί υπ’ αυτές τις συνθήκες να μιλάει κάποιος για εξυγίανση και ελπίδα στο ελληνικό ποδόσφαιρο;