Κι ήταν ο ορίζοντας του χθεσινού μεσημεριού, την ώρα που φίλοι καρδιακοί αποχαιρετούσαν τον Σπύρο Θεοφανίδη, σαν λάβαρο κυανόλευκο με το γαλάζιο και τ΄ άσπρο τ΄ουρανού. Χαρά Θεού η φύση παντού μα κατάμαυρη η ψυχή των εκατό περίπου ατόμων στο χώρο όπου η σορός του αγαπημένου «Πίπι» θα γινόταν ένα με τη μάνα γης.
Ο Σπύρος Θεοφανίδης ήταν ένας ακόμη αναχωρητής προς το κάπου αλλού εκείνης της γενιάς των παραγόντων, αλλά και άλλων , πριν πέντε μέρες μας άφησε ο Μιτόσεβιτς ,που πλαισίωσαν τη θαυμαστή ομάδα της δεκαετίας του ΄80. Και ποιόν να πρωτοθυμηθώ. Χθες ήταν εκεί για να αποχαιρετήσουν τον εκλιπόντα. Διοικητικοί, ποδοσφαιριστές με πρώτο και καλύτερο τον Βάσια, φίλοι και φίλαθλοι, παλιοί ως επί το πλείστον (αγνώριστοι από το αδυσώπητο μυστρί του χρόνου), οι οποίοι αφού πρώτα πέρασαν να πουν ένα γειά και στον Πέτρο Θεοδωρίδη που αναπαυόταν δυο δρασκελιές από τον τόπο όπου θα έγερνε ο Σπύρος.
Κι ήταν συγκινητικό πράγματι, σχεδόν τραγικό, όταν ο Κώστας Ιωακειμίδης χαϊδεύοντας τη φωτογραφία του επί δυο δεκαετίες προέδρου της ΠΑΕ Ηρακλής, του ψιθύριζε στοργικά.« Πέτρο μην έχεις παράπονο σου φέραμε και τον Πίπη να κάνετε παρέα»… Το πόσο δεμένος ήταν ο Σπύρος Ιωακειμίδης με τον Ηρακλή το αποδεικνύουν όχι μόνο τα χρόνια της παρουσίας του στην ΠΑΕ αλλά και η γαλαντομία του, αν επρόκειτο φυσικά να βοηθήσει με έργα και χρήμα την γαλάζια εταιρία. Είναι γνωστή η τάση του να δημιουργεί φίλους στον ευρύτερο ποδοσφαιρικό χώρο και δη με παίκτες, όπως με τον Γιάννη Τζιφόπουλο, τον οποίο με δικά του έξοδα τον έφερε στον Ηρακλή και μάλιστα τον παρέδωσε ο ίδιος στον Σίμονσον στο Σέλι όπου έκανε προετοιμασία η ομάδα.
Σαν τώρα το θυμάμαι. Βρέθηκα εκεί για ρεπορτάζ όταν σταμάτησε το τζιπάκι μπροστά μου και μου τον παρουσίασε μ΄ ένα χαμόγελο παιδικό.« Πάρτου συνέντευξη» μου είπε ενώ εγώ τον κοιτούσα άναυδος αφού γνώριζα ότι ο Γιάννης ήταν μέχρι πρότινος παίκτης του Αρη. Και πράγματι ο Τσιφόπουλος ντύθηκε με τα ρούχα της δουλειάς που λένε, της προπόνησης δηλαδή, και μου παραχώρησε την πρώτη συνέντευξη ως παίκτης του Ηρακλή πλέον. Αυτός ήταν ο «Πίπης» ολονών μας που τον έζησαν κάπου στο άλλοτε γελαστό και πρόσχαρο και φυσικά έλαχε σ΄ αυτούς τους ίδιους (όσων έμειναν φυσικά) το θλιβερό καθήκον του υστερνού αντίο.