Λέμε πολύ συχνά ότι για να φανεί σε μια ομάδα η δουλειά του προπονητή πρέπει να του δοθεί πίστωση χρόνου. Πρώτο ζητούμενο, ποια είναι η ικανή πίστωση χρόνου. Πόσος χρόνος χρειάζεται και ποιος θα το κρίνει αυτό; Ο πολλές φορές άσχετος πρόεδρος ή μεγαλομέτοχος;
Υστερα, εξαρτάται από την ομάδα για την οποία μιλάμε και τους στόχους της. Αλλη η πίεση σε μια μικρομεσαία ομάδα, που σουλατσάρει αδιάφορα στην κατηγορία, άλλη στη μικρή που παλεύει για την παραμονή της και άλλη στη μεγάλη που φιλοδοξεί να κατακτήσει τίτλο ή μια προνομιούχο θέση.
Είναι απλό να λέμε ότι ένας προπονητής πρέπει να καθίσει στον πάγκο μιας ομάδας για τουλάχιστον δύο ή τρία χρόνια, αλλά είναι δύσκολο να εφαρμοστεί, όταν η ομάδα επείγεται για αποτελέσματα. Και επειδή είναι αδύνατο να αλλάζεις παίκτες όποτε θέλεις, την πληρώνει πάντα ο προπονητής, που ανά πάσα στιγμή είναι εύκολο να απολυθεί για να προσληφθεί άλλος.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, υπάρχει ένα κομβικό ζήτημα. Δεν έχει νόημα να κρατάς έναν προπονητή για να υπηρετήσεις το δόγμα της πίστωσης χρόνου, όταν βλέπεις ότι δεν “τραβάει” και ότι δεν έχει τίποτε να σου δώσει. Για παράδειγμα: Ηταν ηλίου φαεινότερον ότι ο ΠΑΟΚ δεν θα είχε καμία προκοπή με τον Στανόγεβιτς. Ούτε με τον Τούντορ. Πιθανώς να έγινε βιαστικά η απομάκρυνση του Στέφενς, πιθανώς παλιότερα να απολύθηκε κακώς ο Μπόλονι, αλλά με Τούντορ και Στανόγεβιτς μπορούσε και ο πιο αδαής να καταλάβει ότι δεν υπάρχει μέλλον. Αρα δεν είχε και νόημα να μείνουν αυτοί οι προπονητές, μόνο και μόνο για να λένε στον ΠΑΟΚ ότι κάνουν υπομονή για να αποδώσει το έργο τους. Αλλωστε ο ΠΑΟΚ, με βάση την οικονομική άνεση του ιδιοκτήτη του και την επένδυση που έκανε στην ομάδα δικαιούταν να ζητά από τον κάθε προπονητή του άμεσα ικανοποιητικά δείγματα της δουλειάς του.
Σήμερα λέμε ότι ένα από τα ατού του επίδοξου πρωταθλητή ΠΑΟΚ είναι η παραμονή του Ραζβάν Λουτσέσκου για δεύτερη χρονιά, γεγονός που εξασφάλισε το “δέσιμο” των παικτών με τον προπονητή και την άριστη συνεννόηση μεταξύ τους. Αν, όμως, ο Λουτσέσκου δεν είχε κατορθώσει να βάλει τη σφραγίδα του στην ομάδα και να την αναμορφώσει, θα αποτελούσε και αυτός προ πολλού παρελθόν. Κανείς δεν θα περίμενε να περάσουν δυο και τρία χρόνια για να τον κρίνει.
Ο Ρουμάνος πήρε μια ομάδα χωρίς αρχή και τέλος, εντελώς αδούλευτη από τον Στανόγεβιτς και μέχρι τον αγώνα στην Ξάνθη προσπαθούσε να βγάλει άκρη. Εμμονές είχε, λανθασμένες εκτιμήσεις έκανε, αλλά γεγονός είναι ότι από εκείνο το σημείο και μετά βρήκε “χημεία” και άρχισε να “σετάρει” όλους τους παίκτες στη δική του φιλοσοφία. Μια φιλοσοφία που εδώ και έναν χρόνο αποδεικνύεται αυτονόητα σωστή, καθώς ο ΠΑΟΚ έχει ξεχάσει τι θα πει ήττα, έχοντας κατακτήσει ουσιαστικά ένα Πρωτάθλημα, έχοντας κατακτήσει και ουσιαστικά και τυπικά ένα Κύπελλο, ενώ είναι φαβορί για την κατάκτηση και των δύο τίτλων στη φετινή αγωνιστική περίοδο. Οταν τέτοια δείγματα δουλειάς σού παρουσιάζει ο προπονητής, τότε προχωράς μαζί του και στη διετία και στην τριετία και πολύ περισσότερο. Ο Λουτσέσκου όχι μόνο δικαιούται, αλλά και επιβάλλεται να συνεχίσει στον ΠΑΟΚ, αρκεί φυσικά να το θέλει και ο ίδιος.
Ωστόσο, κακά τα ψέματα. Ο προπονητής από μόνος του, όσο ικανός και να είναι, δεν μπορεί να εγγυηθεί την επιτυχία σε βάθος χρόνου. Πολύ πιο απαραίτητο είναι να έχει στη διάθεσή του τα κατάλληλα υλικά. Δηλαδή, αξιόλογους, ποιοτικούς παίκτες, που να μπορούν να ανταποκρίνονται στην καθοδήγησή του.
Πετυχημένος ο Λουτσέσκου στον ΠΑΟΚ και δεν χωράει συζήτηση επ’ αυτού. Ας σκεφτούμε όμως και τι ρόστερ διαθέτει, σε σύγκριση με το ρόστερ που διέθεταν προκάτοχοί του. Η, μάλλον, ας το σκεφτούν οι άνθρωποι του ΠΑΟΚ και κυρίως ο Ιβάν Σαββίδης. Ας μην ξεχάσουν ποτέ ότι το σημαντικότερο πάντα, για την ποιοτική αναβάθμιση μιας ομάδας, είναι να βελτιώνεται η ποιότητα του έμψυχου δυναμικού. Προπονητές που έγιναν μάγκες από τους παίκτες υπάρχουν πολλοί. Παίκτες που έγιναν μάγκες από τους προπονητές υπάρχουν λίγοι...
Από την έντυπη έκδοση της Metrosport