Το ποδόσφαιρο ανέκαθεν είναι το άθλημα που εξάπτει τα πάθη, που ανεβάζει την αδρεναλίνη και προκαλεί όλα τα έντονα συναισθήματα που μπορεί να βιώσει ένας άνθρωπος. Αυτό είναι δεδομένο και αδιαμφισβήτητο. Αρκεί, βέβαια, όλα αυτά να συμβαίνουν αυθόρμητα, να προκύπτουν ενστικτωδώς και να... βγαίνουν απευθείας από την καρδιά.
Υπό αυτό το πρίσμα, μπορεί να δικαιολογηθεί η αντίδραση ενός προπονητή να θέλει να πανηγυρίσει ένα κρίσιμο γκολ που πετυχαίνει η ομάδα του. Το τέρμα που καθορίζει ένα αποτέλεσμα και που αποτελεί την πεμπτουσία του ποδοσφαίρου. Όπως πανηγυρίζουν οι οπαδοί, δικαιολογείται να πανηγυρίσουν και οι παίκτες ή οι προπονητές. Το «ψωμάκι» τους παίζουν, αισθάνονται πίεση, ταυτίζονται με την προσπάθεια. Τι συμβαίνει όμως όταν ξεπερνιούνται τα όρια; Όταν ένας προπονητής πάνω στο... πάθος της στιγμής κάνει άσεμνες χειρονομίες στους αντιπάλους φιλάθλους, τρέχοντας προς το μέρος τους; Πρώτος κανόνας που διδάσκεται στις ακαδημίες ποδοσφαίρου είναι ότι ποτέ ένας αθλητής ή ένας επαγγελματίας δεν ασχολείται με την κερκίδα, ακόμη κι αν προκαλείται.
Ασχολείται ίσως κάποιος που, εκτός από την τρέλα της στιγμής, αισθάνεται ότι πρέπει να γίνει αρεστός στο κοινό του. Να του πουν οι δικοί του «μπράβο ρε μεγάλε, είσαι ένας από μας». Αν πουλήσεις και οπαδιλίκι, είναι σίγουρο ότι θα γλιτώσεις από τη μήνιν των οπαδών, για δυο, τρεις, άντε τέσσερις αγώνες. Θα κερδίσεις χρόνο και ισως καλύψεις και την ανεπάρκεια που δίκαια ή άδικα αισθάνεσαι. Δεν ξέρω αν η περίπτωση του Βίτορ Περέιρα στο χθεσινό ματς του Ολυμπιακού με την ΑΕΚ ταιριάζει στην πρώτη ή την δεύτερη περίπτωση. Ο καθένας βλέπει και αποφασίζει. Είναι βέβαιο πάντως ότι ο υγιώς σκεπτόμενος φίλαθλος, όπως δε θέλει να βλέπει αγώνες να διακόπτονται, δε θέλει να βλέπει και επαγγελματίες προπονητές, που πρέπει να κρίνονται για τη δουλειά τους, να ξεφτιλίζονται στον αγωνιστικό χώρο. Και στο πλαίσιο της ατομικής ευθύνης του καθένα, δεν μπορούμε μετά να ζητάμε από τον οπαδό να συμπεριφέρεται ευπρεπώς.