Η παραγωγικότητα στην επίθεση εξαρτάται από το επίπεδο του ταλέντου, το αντίστοιχο ομοιογένειας του συνόλου γι’ αυτόν τον λόγο είναι ένας τομέας επί του οποίου κάθε ομάδα επιδέχεται βελτίωσης. Η άμυνα είναι πρωτίστως ζήτημα διάθεσης, αυταπάρνησης και συγκέντρωσης. Ο Αρης δείχνει ότι τουλάχιστον σε αυτό το κομμάτι δεν υστερεί στο ελάχιστο.
Δύο πράγματα κυριαρχούν στον βασικό άξονα της φιλοσοφίας του Παναγιώτη Γιαννάκη. Η άμυνα και το περιβόητο… μπάλα-μπάλα. Το πρώτο είναι ευνόητο, το δεύτερο επεξηγείται ως η σημασία που θα πρέπει να δώσει η ομάδα του στη στιγμή και όχι στη συνολική διάρκεια του αγώνα. Γι’ αυτόν τον λόγο, προσφάτως, ο Παναγιώτης Βασιλόπουλος είπε ότι «για τον κόουτς δεν έχει σημασία αν είσαι στο -20 ή στο +20. Πρέπει να κοιτάς την επόμενη κατοχή της μπάλας και όχι το σκορ».
Σαφέστατα το δείγμα δεν είναι επαρκές για την εξαγωγή συμπερασμάτων, ωστόσο δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητοι τρεις συγκεκριμένοι αριθμοί από τους (μέχρι στιγμής) δύο εντός έδρας αγώνες απέναντι σε ΠΑΟΚ και Ζιέλονα Γκόρα. Κοινός παρονομαστής των δύο παιχνιδιών είναι ότι ο Αρης ξέφυγε στο σκορ με διαφορά (περί των) 20 πόντων, όπως όμως και το ότι την απώλεσε. Κυρίως όμως, μέσα από την εξαντλητική πίεση που ασκούν οι «κίτρινοι» στον αντίπαλο έκαναν 24 κλεψίματα. Ο αριθμός είναι εντυπωσιακά μεγάλος γιατί υποδηλώνει ότι η ομάδα του Γιαννάκη απέκτησε ισάριθμες (επιπλέον) κατοχές μπάλας άρα και το πλεονέκτημα έναντι του αντιπάλου. Συνολικά στους δύο αγώνες, ΠΑΟΚ και Ζιέλονα Γκόρα υπέπεσαν σε 34 λάθη. Αν η έλλειψη συγκέντρωσης των παικτών των δύο συγκεκριμένων ομάδων είναι η αιτία, προφανώς και η πίεση του Αρη είναι αυτή που την… προκάλεσε.
Στους δύο αγώνες ο Αρης δέχθηκε κατά μέσο όρο 63.5 πόντους, στοιχείο που έρχεται συμπληρωματικά στα δύο παραπάνω όπως και το γεγονός ότι η μεν Ζιέλονα Γκόρα σούταρε με 46% στο Nick Galis Hall, ο δε ΠΑΟΚ περιορίστηκε στο 31.2%.
Εν τέλει, είναι προφανές ότι η άμυνα τείνει να γίνει η πρώτη κατάκτηση του Αρη. Από την άλλη πλευρά όμως, δεν ισχύει το ίδιο για την επίθεση όπου υπάρχει ο κοινός παρονομαστής των 70 πόντων στον καθένα από τους δύο εντός έδρας αγώνες.
Ο Μπένσον καλύπτει ένα κενό πολλών χρόνων
Οι ειδήμονες επιμένουν ότι στο σύγχρονο μπάσκετ τα βαριά κορμιά δεν έχουν θέση. Γιατί είναι πολύ αργά για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του γρήγορου ρυθμού και δεν είναι αποτελεσματικοί στο transition game. Κάπως έτσι, εδώ και τουλάχιστον μια οκταετία οι ημίψηλοι βγάζουν πολλά λεφτά διότι προτιμούνται από τους προπονητές. Μόνο όμως που αυτό είναι μύθος. Η αξία ενός «μεγάλου» κορμιού στη ρακέτα πάντα έχει οφέλη εφόσον ασφαλώς αυτό το… βαρύ κορμί έχει ποιότητα.
Αυτό επιβεβαιώνεται μέσα από τη μέχρι στιγμής παρουσία του Κιθ Μπένσον. Αυτός ο παίκτης άλλαξε όλη την εικόνα του Αρη διότι γεμίζει τη ρακέτα, έχει post παιχνίδι, αναγκάζει την άμυνα του αντιπάλου να ασχοληθεί με αυτόν κι έτσι δημιουργούνται χώροι για τους συμπαίκτες του.
Στο πρόσωπο του Αμερικανού ο Αρης δείχνει ότι βρήκε κάτι που του λείπει εδώ και πολλά χρόνια. Γιατί (πέρυσι) ο Μπάκνερ μπορούσε να λειτουργήσει μόνο όταν η μπάλα ήταν στο ύψος της στεφάνης, ενώ ο Χάγκινς είχε αθλητικότητα αλλά του έλειπε ο όγκος. Λίγα χρόνια πιο πριν, οι «κίτρινοι» είχαν τους Χαρίση-Σαρικόπουλο οι οποίοι είναι σέντερ παλιάς κοπής με ταλαιπωρημένα σώματα. Ακόμη πιο πίσω θα βρούμε έναν κύριο Μάλντροου, έναν Ματέι Κρούσιτς και τον Γιώργο Μπόγρη στη… μεταεφηβική ηλικία του.
Επί της ουσίας, μετά από πολλά χρόνια ο Αρης έχει αυτό που λέμε «σέντερ». Και να φανταστεί κανείς ότι ο Κιθ Μπένσον δεν ήταν στην προετοιμασία του Αρη, τώρα μαθαίνει τις αγωνιστικές συνήθειες των συμπαικτών του, παρόλο αυτά ήδη έχει βάλει τη σφραγίδα του στην ομάδα.