Μείον τρεις η ΑΕΚ, μείον τρεις οσονούπω και ο Ολυμπιακός, με μείον δύο ήρθε από πέρσι ο ΠΑΟΚ, με μείον έξι άρχισε το Πρωτάθλημα ο Παναθηναϊκός. Μια χαρά Πρωτάθλημα έχουμε και φέτος. Παίζουν μπάλα οι ομάδες, παίζουν και οι αθλητικοί δικαστές.
Τον Παναθηναϊκό ας τον αφήσουμε απ’ έξω, γιατί, από τη στιγμή που δεν κατάφερε να αδειοδοτηθεί, θα έπρεπε να υποβιβαστεί, όπως συνέβη και με άλλες ομάδες και όχι να του αφαιρεθούν βαθμοί. Χάρη του έκαναν με την αφαίρεση βαθμών, σε ένα ακόμη μεγάλο σκάνδαλο του ελληνικού ποδοσφαίρου, στο οποίο συνέπραξαν, όπως όλοι θα θυμόσαστε, οι ομάδες της Σούπερ Λίγκα με την ψήφο τους.
Οι άλλες τρεις ομάδες «φορτώθηκαν» με μείον βαθμούς εξ’ αιτίας επεισοδίων. Δεν είναι ώρα να αναλύσουμε τα γεγονότα, ούτε να τα βάλουμε στη ζυγαριά για να βρούμε ποια επεισόδια ήταν πιο «βαριά» και ποια πιο «ελαφρά». Κοινή συνισταμένη όλων των περιπτώσεων είναι ότι υπήρξαν δράστες που έκαναν ό,τι έκαναν και αυτή τη στιγμή ζουν και βασιλεύουν, εντελώς ανενόχλητοι, χωρίς να πληρώνουν καμία συνέπεια. Δράστες οι οποίοι δεκάρα δεν δίνουν για το αν τιμωρήθηκαν ο ΠΑΟΚ και η ΑΕΚ και αν θα τιμωρηθεί ο Ολυμπιακός. Δράστες που και την επόμενη φορά πάλι εκεί θα είναι για να κάνουν τα ίδια κι αν δεν είναι αυτοί θα είναι κάποιοι άλλοι, όμοιοί τους, οι οποίοι επίσης δεκάρα δεν θα δίνουν για το αν θα τιμωρηθεί η ομάδα «τους».
Και ενώ οι «κάφροι» κάθε προέλευσης και σωματειακής προτίμησης θα εξακολουθούν να δρουν ανεξέλεγκτα, οι «αθλητικοί δικαστές» θα εξακολουθούν να τιμωρούν τις ομάδες, με βάση τους αστείους κανονισμούς και τον γελοίο πειθαρχικό κώδικα, με συνέπεια να αλλοιώνονται τα Πρωταθλήματα και να αδικούνται οι κόποι των ποδοσφαιριστών και των προπονητών τους.
Πρωτάθλημα το οποίο κρίνεται ως ένα μεγάλο βαθμό και από τις δικαστικές αποφάσεις, δεν είναι Πρωτάθλημα. Αλλά το δυστύχημα είναι ότι ανέχονται αυτή την απαράδεκτη κατάσταση οι ίδιες οι ομάδες που συμμετέχουν κάθε χρόνο στο Πρωτάθλημα. Η ίδια η Σούπερ Λίγκα αποδέχεται τους κανονισμούς, που οι ίδιοι οι δικαστές έχουν χαρακτηρίσει «γελοίους». Οι ίδιες οι ομάδες δέχονται, αδιαμαρτύρητα, κάθε χρόνο να αρχίσουν ένα Πρωτάθλημα, το οποίο ξέρουν ότι θα κριθεί ανάλογα και με τον αν κάποιοι ανεγκέφαλοι προκαλέσουν επεισόδια. Τελικά, δηλαδή, οι ίδιες οι ομάδες σκάβουν τον λάκκο τους, γιατί ποτέ δεν όρθωσαν ανάστημα για να ζητήσουν και να επιβάλουν σημαντικές αλλαγές στο πειθαρχικό δίκαιο βάσει του οποίου διεξάγεται το Πρωτάθλημα.
Μία μόνο φορά είχαμε την ευκαιρία να λύσουμε το πρόβλημα, με τον αθλητικό νόμο του Γιώργου Ορφανού, που προέβλεπε το περίφημο «ιδιώνυμο». Τις αυστηρές ποινές, δηλαδή, σε βάρος των φυσικών αυτουργών των επεισοδίων, πέρα από τις ποινές σε βάρος των ομάδων. Τον ακύρωσε, όμως, αυτόν τον νόμο η ίδια η Νέα Δημοκρατία, που τότε ήταν κυβέρνηση. Και καμία άλλη κυβέρνηση δεν τον επανέφερε σε ισχύ. Ολες βολεύτηκαν και βολεύονται με την εξόντωση των ομάδων. Καμία δεν θέλει να ασχοληθεί με την παραδειγματική τιμωρία των δραστών. Ολες υπολογίζουν το πολιτικό κόστος. Κι αυτό είναι κατανοητό. Οι ίδιες οι ομάδες, όμως, ποιο πολιτικό κόστος υπολογίζουν και δεν αντιδρούν; Μήπως κι αυτές προσκυνούν συνειδητά τους «κάφρους», γιατί αισθάνονται ότι τους έχουν ανάγκη; Φοβάμαι πως ναι…
*Από την έντυπη έκδοση της Metrosport (7/11)