Η κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου στο Παγκόσμιο στίβου του Λονδίνου, από την Ελληνίδα αθλήτρια-πρότυπο την Κατερίνα Στεφανίδη ήταν ακόμη μία καλή ευκαιρία για την πολιτική ηγεσία του τόπου να κάνει public relations (δημόσιες σχέσεις).
Αλλωστε ιστορικά στην Ελλάδα ο αθλητισμός προσφερόταν για να… πετούν πυροτεχνήματα οι πολιτικές ηγεσίες και να επενδύουν ψηφοθηρικά. Το μεγάλο πάρτι έγινε τη δεκαετία του ’90 και του ’00 όταν το χρήμα έρεε άφθονο και η δημιουργία αθλητικών προτύπων, με κάθε τρόπο, είχε γίνει κάτι σαν βιομηχανία από τις κυβερνήσεις, κυρίως, του ΠΑΣΟΚ. Βιομηχανία η οποία δούλεψε σε φουλ ρυθμούς προκειμένου η γαλανόλευκη να κυματίσει κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας όσο το δυνατόν περισσότερες φορές στα στάδια. Και το εγχείρημα, κρινόμενο εκ του αποτελέσματος, πέτυχε. Η Ελλάδα κατέκτησε το 1992 στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης δύο μετάλλια και τους Αγώνες της Αθήνας 16 συνολικά. Χαρακτηριστικό μάλιστα της προόδου αποτελεί και το γεγονός ότι νωρίτερα στους Αγώνες του Σίδνεϊ κατέκτησε 13 και το 1996 στην Ατλάντα οκτώ.
Όπως όμως «φούσκωσε» το μπαλόνι της επιτυχίας του ελληνικού αθλητισμού έτσι και ξεφούσκωσε. Στο Πεκίνο κατακτήσαμε μόνο τέσσερα μετάλλια, στους Αγώνες του Λονδίνου δύο και πέρυσι στο Ρίο έξι.
Μπορεί στους Αγώνες της Βραζιλίας η Ελλάδα να πήγε με τη μικρότερη αποστολή της τελευταίας 20ετίας, καθώς από το 1996 και μετά, ήταν για πρώτη φορά λιγότεροι από 100 αθλητές και αθλήτριες, όμως ξεπέρασε σε μετάλλια και την παρουσία του 2008 και του 2012. Κατέκτησε έξι συνολικά (τρία χρυσά, ένα αργυρό και δύο χάλκινα), όσα δηλαδή είχε πάρει μαζί σε Πεκίνο (2 ασημένια, 2 χάλκινα) και Λονδίνο (2 χάλκινα), και χωρίς στις δύο τελευταίες διοργανώσεις να υπάρχει κάποιο χρυσό.
Τις επιτυχίες των Ελλήνων αθλητών/τριων που ξοδεύουν σχεδόν όλη τους τη ζωή μέσα στα στάδια και στους χώρους προπόνησης, προκειμένου να κερδίσουν τα προσωπικά τους αθλητικά στοιχήματα, έχω την ταπεινή γνώμη ότι δεν δικαιούται να τις καπηλεύεται κανείς. Είναι προσωπική τους προσπάθεια, με μικρή υποστήριξη από την πολιτεία η οποία αδιαφόρησε από το 2004 και μετά για τη δημόσια περιουσία των αθλητικών έργων. Οποιος ανατρέξει προς τα πίσω και συγκρίνει το κόστος των έργων, κοντά στα 7,5 δισ., με τα ουσιαστικά κέρδη που αποκόμισε ο ελληνικός αθλητισμός θα διαπιστώσει ότι υπάρχει μία μεγάλη «μαύρη τρύπα». Οι αγώνες των… εργολάβων όπως αποκαλούν οι περισσότερο αιρετικοί τη διοργάνωση της Αθήνας, άφησαν πίσω τους εγκαταλειμμένα αθλητικά έργα και 16 μετάλλια τα οποία αποδείχθηκαν ότι ήταν η επίπλαστη εικόνα της προόδου του ελληνικού αθλητισμού.
Τι δεν έγινε; Δεν υπήρξε ένα πρόγραμμα υποστήριξης σε υποδομές των κυττάρων του ελληνικού αθλητισμού που είναι τα σωματεία που παλεύουν να «γεννήσουν» πρωταθλητές, κάτω από αντίξοες συνθήκες. Η περίπτωση της ταλαιπωρημένης Αννας Κορακάκη είναι μόνο ένα από τα παραδείγματα της άθλιας εικόνας που υπάρχει σε αθλητικές υποδομές σ’ όλη τη χώρα. Εάν κάποιος συζητήσει με τους Ελληνες πρωταθλητές θα ακούσει πολλές ιστορίες γεμάτες πίκρα για ένα ανάλγητο κράτος το οποίο ζητωκραυγάζει για τις αθλητικές επιτυχίες χωρίς να έχει μεγάλη συμμετοχή σ’ αυτές. Οι καταγγελίες του πρωταθλητή του επί κοντώ Κώστα Φιλιππίδη που κατέκτησε το αργυρό μετάλλιο στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα του Βελιγραδίου τον περασμένο Μάρτιο λένε όλη την αλήθεια: «Νιώθω άσχημα για τις εγκαταστάσεις που υπάρχουν στο ΟΑΚΑ στις οποίες προπονούμαστε κανονικά. Αυτά τα προβλήματα είναι χρόνια και οι αρμόδιοι τα γνωρίζουν» δήλωσε .
Αρα αντί συγχαρητηρίων τηλεγραφημάτων και παράτες στο Μαξίμου, όσο είναι καιρός, ας αναπτυχθούν δράσεις οι οποίες θα βάλουν γερά θεμέλια στο εγχώριο αθλητισμό. Γιατί με public relations δεν βγαίνουν πρωταθλητές.
FOCUS
Mε ενδιαφέρον περιμένει η κοινωνία του ποδοσφαίρου τα όσα θα πει σήμερα ο πρόεδρος της ΚΕΔ κ. Περέϊρα κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου. Εκείνο βεβαίως που «καίει» είναι η θέση του Πορτογάλου για τους «κομμένους» διαιτητές κατά την προηγούμενη αγωνιστική περίοδο.