Eπτά λεπτά και κάποια δευτερόλεπτα άντεξε ο ΠΑΟΚ στο υποτιθέμενο ντέρμπι με τον Ολυμπιακό. Στην πρώτη επίθεση που δέχτηκε βρέθηκε πίσω στο σκορ και εκεί τελείωσε ουσιαστικά το παιχνίδι.
Σε όλο το πρώτο ημίχρονο έγινε μόνο μία τελική προσπάθεια από την πλευρά του ΠΑΟΚ. Όχι ευκαιρία, ούτε καν φάση, απλά ένα σουτ του Πέλκα που έφυγε πολύ ψηλά άουτ. Σε καμία περίπτωση οι παίκτες του ΠΑΟΚ δεν απείλησαν τον Ρομπέρτο. Και πώς να τον απειλούσαν, άλλωστε, από τη στιγμή που φάνηκαν για μια ακόμη φορά ανίκανοι να συνδυαστούν και να δημιουργήσουν φάσεις, ξεφεύγοντας από τη φλυαρία της άσκοπης κυκλοφορίας της μπάλας προς τα πλάγια και προς τα πίσω.
Στον χειρισμό της μπάλας και τη σωστή πάσα ο Μπερμπάτοφ φαινόταν σαν τη μύγα μέσα στο γάλα. Ηταν ο μόνος που κρατούσε στα σίγουρα και προωθούσε έξυπνα, γύρω του, όμως, όλοι οι υπόλοιποι συναγωνίστηκαν σε τσαπατσουλιά και… σαστιμάρα. Ο Τσίμιροτ έτρεξε πολλά χιλιόμετρα και έβγαλε πολύ φιλότιμο, μπροστά όμως δεν βοήθησε καθόλου. Ο Τζιόλης το ίδιο και δεν απέφυγε και κάποια «χοντρά» λάθη. Ο Πέλκας έψαχνε μάταια τρόπο να αξιοποιήσει την ταχύτητά του, όπως και ο Μακ, ο οποίος καμία φορά δεν κατάφερε να «τρυπήσει» την άμυνα του Ολυμπιακού. Το πέτυχε σε μία περίπτωση ο Κίτσιου, αντί όμως να τροφοδοτήσει συμπαίκτη του, έκανε κάτι σαν σουτ που δεν ενόχλησε καθόλου τον Ρομπέρτο. Ο Αθανασιάδης υποδεχόταν και έδινε σωστά την μπάλα, αλλά δεν την πήρε ποτέ εντός μεγάλης περιοχής για να επιχειρήσει να σκοράρει.
Αμυντικά δεν υπήρχαν ιδιαίτερα προβλήματα, χάρη στο τσαγανό του Κίτσιου, τη σταθερότητα του Τζαβέλλα και τις πολύ εύστοχες τοποθετήσεις του Χατζηισαία, η απόδοση του οποίου αποτέλεσε το κέρδος για τον ΠΑΟΚ. Ο μόνος που έχασε μονομαχίες, μεταξύ των οποίων και στη φάση του γκολ, ήταν ο Βίτορ.
Γενικά, όλοι οι παίκτες έβγαλαν διάθεση, είχαν τρεξίματα, έδειξαν να το θέλουν, απλώς υπέκυψαν σε ένα αναμφισβήτητο δεδομένο: Δεν μπορούν απέναντι σε μια ομάδα πιο ποιοτική, ακόμη και όταν αυτή η ομάδα δεν βρίσκεται σε καλή μέρα. Διότι η αλήθεια είναι ότι ο Ολυμπιακός δεν είχε δα καμια σπουδαία απόδοση. Επαιξε στο ρελαντί και πήγε στα αποδυτήρια προηγούμενος με 1-0.
Το δεύτερο ημίχρονο άρχισε με επίδειξη διαιτητικών «θαυμάτων». Κιτρινίστηκε μόνο ο Τζαβέλλας και όχι ο Πάρντο, ανακόπηκε με ανύπαρκτο οφ σάιντ ο Μακ, ο Μαζουακού δεν κιτρινίστηκε ενώ πέταξε κάτω τον Μπερμπάτοφ και το μήνυμα προς τους παίκτες του ΠΑΟΚ είχε δοθεί: Οσο και να ανεβάσετε την απόδοσή σας, την ήττα δεν θα την αποφύγετε. Ο γνωστός νόμος του ελληνικού ποδοσφαίρου που υπηρετεί τον Ολυμπιακό...
Ο πρώτος παίκτης που… ενόχλησε τον Τούντορ ήταν ο ανενεργός Κλάους. Τον έβγαλε έξω, πέρασε στα χαφ τον Γκολάσα και «έσπρωξε» μπροστά τον Μπερμπάτοφ, πιστεύοντας ότι ο Βούλγαρος θα κάνει… μαγικά, ακόμη κι αν δεν πάρει ούτε μία πάσα. Πριν, όμως, δούμε πώς θα εξελιχθεί το ματς, ήρθε η αποβολή του Τζαβέλλα. Εφ’ όσον ήδη είχε δει κίτρινη, θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτικός, σε ένα απλό σπρώξιμο, όμως, ο Πάρντο έκανε θέατρο (όπως και σε άλλες περιπτώσεις) προσφέροντας το άλλοθι που περίμενε ο Δημητρόπουλος για να βγάλει τη δεύτερη κίτρινη…
Ο Τούντορ τράβηξε αμέσως τον Πέλκα στον πάγκο και έβαλε στη θέση του τον Σκόνδρα, για να καλύψει το πόστο του αριστερού μπακ. Η αριθμητική ισορροπία, ωστόσο, δεν ανατράπηκε, καθώς φρόντισε γι’ αυτό ο Ζντιέλαρ, που ξάπλωσε κάτω τον Γκολάσα σε μια φάση που δεν μπορούσε κανείς διαιτητής να κρυφτεί πίσω από το δάχτυλό του.
Οι δυο ομάδες έμειναν με 10 παίκτες για τα τελευταία 20 λεπτά και το ζητούμενο ήταν αν θα βρει ο ΠΑΟΚ τρόπο να δημιουργήσει προυποθέσεις για την ισοφάριση. Στο 76’ έγινε μια ωραία πάσα στον κενό χώρο και έφυγε μόνος του ο Σκόνδρας, αλλά καλυπτόταν για ένα μέτρο και πλέον, ο βοηθός Τουμπακάρης «ανακάλυψε» οφ σάιντ και σήκωσε τη σημαία του. Ηταν ξεκάθαρο ότι δεν θα επιτρεπόταν εύκολα να κινδυνεύσει η εστία του Ολυμπιακού…
Αλλά πέρα από αυτή την προσπάθεια, καμια άλλη ωραία ενέργεια δεν έγινε από τους παίκτες του ΠΑΟΚ, που έμειναν χωρίς τελική στο δεύτερο ημίχρονο και μόνο με μία (εκείνο το σουτ του Πέλκα) σε όλο το παιχνίδι, ενώ ο Μπερμπάτοφ είχε την ίδια τύχη με τον Αθανασιάδη. Από τη στιγμή που πέρασε στην κορυφή εξαφανίστηκε, μόνος και αβοήθητος, χωρίς ούτε ίχνος πάσας… Με τέτοια επιθετική επίδοση λοιπόν είναι αδύνατο να κερδηθεί ματς και, μάλιστα, με αντίπαλο τον Ολυμπιακό (κα τους Δημητρόπουλους) μέσα στο «Γ. Καραισκάκης». Σε ό,τι αφορά το δεύτερο ημίχρονο, εκείνο που θα μείνει είναι η εξαιρετική απόδοση του Τσίμιροτ που ήταν παντού και προσπάθησε να τα κάνει όλα.
Εννοείται ότι ειδικά για το χθεσινό ματς υπάρχει το ισχυρό ελαφρυντικό της έλλειψης εννιά παικτών. Αν μη τι άλλο, ο ΠΑΟΚ οδηγήθηκε σ’ αυτό το παιχνίδι χωρίς να μπορεί ο προπονητής του να παρουσιάσει την καλύτερη δυνατή ομάδα. Αυτή ήταν μια αντικειμενική δυσκολία, που ίσως έπαιξε τον ρόλο της. Εδώ, όμως, δοθείσης της αφορμής, τίθεται ένα ερώτημα: Αλήθεια, ο Κάτσε είναι τόσο άχρηστος ώστε να μην παίζει ποτέ; Είναι τόσο κακός παίκτης, ώστε να μην παίζει τρίτη αλλαγή και ενώ υπάρχουν και εννιά απόντες;