Ο Γιώργος Λυσαρίδης γράφει μία άγνωστη και ανθρώπινη ιστορία αγάπης για το ερασιτεχνικό ποδόσφαιρο με πρωταγωνιστές τον ίδιο και τον εκλιπόντα δημοσιογράφο Θόδωρο Πάντσιο (1943-2018) ως ελάχιστο φόρο τιμής στον αποβιώσαντα. Αφορμή; Η συμπλήρωση των 30 χρόνων από την κατασκευή των γηπέδων της ΕΠΣΜ στη Μίκρα.
1990, Ιούλιος μήνας. Προς τα τέλη του, κατακαλόκαιρο. Ο ήλιος, αφού έχει ψήσει την πόλη όλη τη μέρα, παίρνει την κατηφόρα για το βασίλεμα. Με το Θόδωρο, μόλις έχουμε τελειώσει το καθημερινό μας μεροκάματο. Έχουμε ποτίσει και το τελευταίο δεντράκι από αυτά που φυτέψαμε την άνοιξη, στη Μίκρα, στο «κτήμα» μας, όπως το λέγαμε.
Εκεί που ονειρευτήκαμε να φτιάξουμε το γήπεδο της Ε.Π.Σ.Μ. για να εκπαιδεύονται οι μικροί ταλαντούχοι ποδοσφαιριστές των σωματείων της. Εγώ, Πρόεδρος τότε, το είχα καρφώσει στο μυαλό μου. Είχα επιστρατεύσει και τον Θόδωρο, φίλο καλό και ... ειδικό (με κεκτημένη εμπειρία) στις «καταλήψεις δημόσιων χώρων» και στις «αυθαίρετες κατασκευές», προκειμένου να γίνουν χώροι άθλησης. Από κοντά και ο Κώστας Λεβέντης, όπως και ο Καριοφύλλης Αγαθαγγελίδης (καλή του ώρα, ψηλά στους ουρανούς που βρίσκεται). Μετά από πολλούς κόπους, τα καταφέραμε. Φυτέψαμε και δέντρα που μας έδωσε το Δασαρχείο Χαλκηδόνας. Περιμετρικά, καμιά πενηνταριά λεύκες. Και ενδιάμεσα, στα όρια των δύο γηπέδων, αριζόνες, ένα είδος κυπαρισιού που, σε συστάδες, φτιάχνει αποτελεσματικό ανεμοφράκτη.
Τα φροντίζαμε τα δεντράκια σαν τα μάτια μας. Καθημερινά ο Θόδωρος, από νωρίς το πρωί, με το αστικό από το σπίτι του στη Βούλγαρη. Και ποδαρόδρομο, από τη στάση του αστικού, στο Φοίνικα, μέχρι το «κτήμα». Εμείς, οι άλλοι τρεις, όποτε μπορούσαμε, συνήθως απόγευμα και, βέβαια, όλα τα Σαββατοκύριακα. Οι λεύκες «ξετσούμιξαν» πιό γρήγορα. Αρχές καλοκαιριού πέταξαν φρέσκα φυλλαράκια. Έδειξαν πως προσαρμόστηκαν στο νέο (και μόνιμο πλέον) περιβάλλον τους. Οι αριζόνες πιό διστακτικές. Κι εκείνες όμως, σιγά-σιγά, ανταποκρίθηκαν στη φροντίδα μας. Άγρια τα χώματα, απομεινάρια από μπάζα, λιγοστό το νερό, αλλά μεγάλη η λαχτάρα μας να τα δούμε «να προκόβουν».
Τώρα, τα δεντράκια μας έγιναν τριών-τεσσάρων μηνών. Άρχισαν να παίρνουν μπόι. Τα βάλαμε και υποστηρίγματα για να φτιάξουν ίσιο κορμό και ν’ ανεβαίνουν ολοένα και ψηλότερα. Και πότισμα καθημερινό. Με μεγάλα λάστιχα, πλαστικά, πολύ σκληρά, βαρειά κι ασήκωτα, δωρεά ενός φίλου που είχε μάντρα με οικοδομικά υλικά.
Τέλος Ιουλίου, λοιπόν. Με τον Θόδωρο, έχουμε τελειώσει το πότισμα, πάνω από τρεις ώρες, και μαζεύουμε τα λάστιχα. Καταϊδρωμένοι, αλλά και ικανοποιημένοι που ξεδίψασαν οι μικρές μας λεύκες και οι αριζόνες. Θα αντέξουν και την αυριανή κάψα, σκεφτόμασταν. Αύριο πάλι, μέρα του Θεού είναι, θα τα ξαναποτίσουμε. Άρχισε να σουρουπώνει για τα καλά. Έπρεπε να βιαστούμε να περιμαζέψουμε τα φτυάρια και τα σκαλιστήρια και, μαζί με τα λάστιχα, να τα βάλουμε μέσα στη μικρή αποθήκη που (παράνομα) είχαμε σηκώσει στη νοτιονατολική άκρη του «κτήματος», προς τη μεριά της θάλασσας. Ανάβουμε τις λάμπες της αποθήκης (και το «ηλεκτρικό», παράνομο κι αυτό) και την εξωτερική λάμπα που φώτιζε αχνά το χώρο μπροστά. Κόντευε δέκα το βράδυ. Σχεδόν σκοτάδι. Και τότε, λίγο πριν βολέψουμε και το τελευταίο λάστιχο, βλέπουμε μιά φιγούρα να πλησιάζει, από τη μικρή μεσόπορτα, στην περίφραξη που γειτόνευε με το διπλανό «Σπίτι της Γυμναστικής», στο Αθλητικό Κέντρο Μίκρας της Γ.Γ.Αθλητισμού. Εγώ λίγα μέτρα από την πόρτα της αποθήκης, με το λάστιχο στον ώμο, κι ο Θόδωρος στην πόρτα της αποθήκης για να το παραλάβει και να το τακτοποιήσει. Η φιγούρα ολοένα πλησιάζει. Έχει φτάσει στα δέκα περίπου μέτρα, στο μισοσκόταδο. Και με φωνή που έδειχνε πως βρήκε επιτέλους αυτό που έψαχνε, μου δίνει την παραγγελιά του : «Μάστορα, πιάνεις μιά πορτοκαλάδα». Άφωνοι, εγώ κι ο Θόδωρος. Όταν συνήλθαμε, εξηγήσαμε του ανθρώπου πως δεν είχαμε κυλικείο, όπως νόμιζε. Τον τρατάραμε και ένα κρύο νερό (και το ψυγείο «τράκα» ήταν, μεταχειρισμένο) κι έφυγε. Δεν του είπαμε περισσότερα. Ποιοί είμασταν και τι κάναμε τέτοια ώρα μέσ’ στην ερημιά. Σάμπως, κι αν του λέγαμε θα καταλάβαινε ;
Παίρνοντας το δρόμο για το γυρισμό, αναλογιστήκαμε το «πάθημά» μας. Γελάσαμε, αλλά και προβληματιστήκαμε. Καλοκαίρι, ο κόσμος στις διακοπές κάνει τα μπάνια του κι εμείς τσιγαριζόμαστε, ντάλα ο ήλιος, να ποτίζουμε τα δέντρα σε ένα χωμάτινο γήπεδο. Γυρίζει τότε ο Θόδωρος και μου λέει : « Γιώργο, αυτό ήταν. Ως εδώ. Αφού ακούσαμε κι αυτό, μάλλον πρέπει να τα παρατάμε ». Τον άκουγα και μάλλον συμφωνούσα κι εγώ. Αλλάξαμε κουβέντα στο δρόμο, μέχρι να τον αφήσω στο σπίτι του. «Καληνύχτα», μου λέει, όταν φτάσαμε έξω από την πόρτα . «Και πού’ σαι. Ραντεβού αύριο για πότισμα»...
Τέτοιος ήταν ο Θόδωρος. Άνθρωπος της προσφοράς. Πεισματάρης και επίμονος όταν έβαζε κάτι στο μυαλό του. Ανεξίκακος και «ψυχούλα». Μιά ψυχούλα που έφυγε από κοντά μας και μας λείπει...
Υ.Γ. Με τα χρόνια, και με τις προσπάθειες όλων των μετέπειτα διοικήσεων της Ε.Π.Σ.Μ., ο χώρος αυτός έγινε ένα σύγχρονο αθλητικό κέντρο, με τρία γήπεδα, αίθουσες κλπ., που παρόμοιό του δεν διαθέτει καμία άλλη Ποδοσφαιρική Ένωση της χώρας. Από αυτό ξεπήδησαν απειράριθμα ταλέντα και πολλοί διεθνείς ποδοσφαιριστές μας. Οι περισσότερες από τις λεύκες που φυτέψαμε με το Θόδωρο παραμένουν ζωντανές και ακμαίες. Το μπόι τους ξεπερνάει τώρα τα τριάντα μέτρα, όσα περίπου και τα χρόνια τους. Οι αριζόνες όμως δεν υπάρχουν. Θυσιάστηκαν προκειμένου να επεκταθεί ο διαθέσιμος χώρος για την κατασκευή γηπέδων με χορτοτάπητα. Αρκετές φορές, τα τελευταία χρόνια, πήρα το Θόδωρο και πήγαμε να ... καμαρώσουμε τα έργα μας. Το μάτι του Θόδωρου καρφώνονταν στις λεύκες. Ολόρθες, πανύψηλες, επιβλητικές, ασάλευτες. Μόνο σαν φεύγαμε, έμοιαζαν να σαλεύουν τα φύλλα τους και να κάνουν ένα περίεργο έντονο θρόισμα. Ίσως, γιατί τα δέντρα έχουν τον τρόπο τους να λένε «ευχαριστώ». Όχι όπως οι άνθρωποι ...