Το «βιογραφικό» του στα χρόνια που βρισκόταν στα παρκέ «μιλούσε» για έναν αμυντικό εξολοθρευτή με συνέπεια και στο επιθετικό κομμάτι του παιχνιδιού. Ο Σούλης Μαρκόπουλος όμως «σκότωσε» γρήγορα μέσα του τον παίκτη γιατί ήταν γραφτό να πετύχει πολλά ως προπονητής.
Το θέμα που ανέδειξε και παρουσίασε χθες η «Μ», το ότι ο Σούλης Μαρκόπουλος δηλαδή είναι από το Σάββατο ο 3ος πολυνίκης προπονητής στην ιστορία του ελληνικού Πρωταθλήματος, είναι μια καλή αφορμή για να καταγραφεί η διαδρομή του από τα «πέτρινα» χρόνια του μπάσκετ στη χώρα μας με τον Δημόκριτο μέχρι την άνθηση του και πλέον την κάμψη του, τουλάχιστον στο επίπεδο της Θεσσαλονίκης. Η διαδρομή του 68χρονου προπονητή από την 1η ως την 336η νίκη που τον έστειλαν στην 3η θέση είναι μια καλή αφορμή για να θυμηθούμε κάποιους «σταθμούς» της, με αριθμούς και γραφήματα για να έχουμε την πλήρη εικόνα ενός επιτεύγματος με απόλυτα ιστορική χροιά.
Η διαδρομή αυτή άρχισε στις 4 Νοεμβρίου 1978 όταν κοουτσάρισε τον Δημόκριτο σε παιχνίδι με το Σπόρτιγκ. Έμεινε για σχεδόν δέκα χρόνια στον πάγκο της ιστορικής ομάδας της Θεσσαλονίκης, έξι εκ των οποίων ήταν στην Α’ Εθνική και τα υπόλοιπα στη 2η κατηγορία. Εφυγε όταν πια ο Δημόκριτος είχε υποβιβαστεί στη Β’ Εθνική για να ακολουθήσει μια τριετία στον Ηρακλή (1987-1990), ο ΠΑΟΚ (1993-94) –αρχικά ως ασίσταντ του Ιβκοβιτς τον οποίο προσπέρασε το Σάββατο στη λίστα των προπονητών με τις περισσότερες νίκες και στη συνέχεια ως πρώτος προπονητής- ο Άρης με κάποιες διακοπές (1994-2000), ο Μακεδονικός (2000-01 και 2002-03), ξανά ο ΠΑΟΚ στη δεύτερη θητεία του στην ομάδα (2005-06), η ΑΕΚ στο πιο σύντομο πέρασμα του από κάποιον πάγκο (2006-07), το Μαρούσι (2007-09) και τα τελευταία οχτώ χρόνια ο ΠΑΟΚ.
Μπορεί να μην είναι συνεχές το διάστημα κατά το οποίο κοουτσάρει ομάδες της «μεγάλης» κατηγορίας αλλά σίγουρα είναι το μεγαλύτερο συνολικά από όλους τους άλλους στην ιστορία του Πρωταθλήματος. Γι’ αυτό άλλωστε είναι και με διαφορά ο πρώτος στη λίστα με τα περισσότερα παιχνίδια σε αυτό. Πολύ σύντομα άλλωστε θα γίνει ο πρώτος που θα φτάσει τα 700. Ισως ακόμη πιο ενδεικτικό αυτού του γεγονότος είναι το ότι ο 2ος της κατηγορίας με τα περισσότερα παιχνίδια σε Α’Εθνική, Α1 και Basket League (ο Βαγγέλης Αλεξανδρής) απέχει 161 παιχνίδια από αυτόν. Κάτι πιο εντυπωσιακό από αυτό; Ο Μαρκόπουλος κοουτσάρισε τον Αλεξανδρή ως παίκτη στον Ηρακλή!
Το θέμα όμως αυτή τη στιγμή είναι οι νίκες του Μαρκόπουλου του οποίου το ποσοστό (48,34% επί του συνόλου των αγώνων του) αδικείται από το ότι μόνο για μισή σεζόν στην καριέρα του κοουτσάρισε ομάδα που έκανε πρωταθλητισμό (τον ΠΑΟΚ της σεζόν 1993-94) και από το ότι πέρασε έξι σεζόν με τον Δημόκριτο να δίνει μονίμως μάχη επιβίωσης. Το ένα από τα δύο γραφήματα που παραθέτουμε φανερώνει το ότι σχεδόν οι μισές από αυτές τις 336 νίκες που του επέτρεψαν να προσπεράσει τον Ίβκοβιτς και να γίνει ο 3ος πολυνίκης προπονητής από καταβολής Α’ Εθνικής, τις σημείωσε στον πάγκο του ΠΑΟΚ. Τις 162 (48,21%). Στα έξι χρόνια που κοουτσάρισε τον Δημόκριτο στην Α’ Εθνική μέτρησε 44 νίκες, μία περισσότερη από τον Άρη και τέσσερις περισσότερες από το Μαρούσι.
Διανύοντας την 29η σεζόν του σε πάγκο ομάδας της κατηγορίας, ο Μαρκόπουλος είχε την πιο παραγωγική σεζόν του πριν δύο χρόνια όταν μέτρησε με τον ΠΑΟΚ 24 νίκες Πρωταθλήματος ενώ πέραν της σεζόν 1983-84 κατά την οποία ο Δημόκριτος υποβιβάστηκε με απολογισμό 4-22, το χειρότερο ρεκόρ του ήταν εκείνο της σεζόν 2000-01 όταν μέτρησε τρεις νίκες σε 16 αγώνες με τον Μακεδονικό.