Ο Βλάνταν Ίβιτς άφησε πίσω του δύο πράγματα: την κατάκτηση του κυπέλλου και τον ΠΑΟΚ στον Γ΄ προκριματικό γύρο του Europa League. Είναι τα δύο στοιχεία, τα οποία συστήνουν σήμερα τον ΠΑΟΚ, καλύτερα από τον καθένα, σε κάθε υποψήφιο ποδοσφαιριστή ή προπονητή. Κι έχουν δυστυχώς τον αντίκτυπο τους.
Η ερώτηση που κάνει κάθε ποδοσφαιριστής ή τεχνικός πριν πάει σε μια ομάδα είναι η εξής: «που παίζουμε τη νέα περίοδο, σε ποια διοργάνωση της Ευρώπης;». Αν η απάντηση είναι στο Champions League, τότε το ενδιαφέρον του εκτοξεύεται γιατί γνωρίζει ότι θα συμμετάσχει στην κορυφαία συλλογική διοργάνωση, εκεί που πέφτουν οι προβολείς και όλο το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και των ανθρώπων του ποδοσφαίρου.
Αν η απάντηση είναι «στο Europa League» και δη στον Γ΄ προκριματικό γύρο, τότε τα πράγματα σφίγγουν, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για το αναξιόπιστο ελληνικό ποδόσφαιρο, όπου οι προοπτικές ανέλιξης είναι πολύ φτωχές. Γιατί να έρθει ένας ποδοσφαιριστής ή προπονητής στην Ελλάδα όταν ξέρει ότι κινδυνεύει να βρίσκεται πίσω από τους προβολείς της δημοσιότητας.
Αυτή είναι η δυσκολία που άφησε κληρονομιά ο Βλάνταν Ίβιτς στον ΠΑΟΚ. Από την μία έβαλε το όνομα του στην ιστορική κατάκτηση του κυπέλλου- σε έναν τελικό σούπα με γκολ οφσάιντ- κι από την άλλη απέτυχε παταγωδώς στα πλέι οφ εκεί που παιζόταν όχι απλά οι κόποι όλης της χρονιάς αλλά και η πορεία για την νέα περίοδο.
Αν είχε καταφέρει το αυτονόητο, να οδηγήσει τον ΠΑΟΚ στην προκριματική φάση του Champions League τότε, τώρα τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα. Όλες οι πόρτες θα άνοιγαν πιο εύκολα, προπονητές που σήμερα δεν το σκέφτονταν καν να έρθουν στην Τούμπα ίσως άλλαζαν γνώμη, ποδοσφαιριστές που έχουν καλύτερες προτάσεις θα ζύγιζαν την προοπτική να φορέσουν την φανέλα του ΠΑΟΚ.
Γιατί άλλο ο ΠΑΟΚ του Europa League κι άλλο του Champions League. Κι εδώ ο Ίβιτς, παρά το πολύ μεγάλο μπάτζετ- το μεγαλύτερο μετά του Ολυμπιακού- απέτυχε παταγωδώς. Κι ο ΠΑΟΚ το πληρώνει σήμερα.