«Η βομβιστική επίθεση στο Εφετείο Αθηνών και η γενίκευση της βίας και της ανομίας το τελευταίο διάστημα στη Θεσσαλονίκη, έχουν έναν κοινό παρονομαστή: την επαναλαμβανόμενη επίδειξη κυβερνητικής ανοχής έναντι παραβατικών συμπεριφορών, που συχνά συνοδεύεται από ρητορική στοχοποίησης επικριτών της κυβέρνησης. Η κυβέρνηση αρνείται να κηρύξει πόλεμο κατά της ανομίας και αυτό, αποτελεί πρόβλημα σε μια σύγχρονη, αστική δημοκρατία».
Τα παραπάνω επισημαίνει σε δήλωσή του ο Βουλευτής Α΄ Θεσσαλονίκης της ΝΔ Σταύρος Καλαφάτης, που χθες, λίγες ώρες πριν την έκρηξη στο Εφετείο Αθηνών, κατέθεσε στη Βουλή ερώτηση προς το Υπουργείο Εσωτερικών με αφορμή τα αλλεπάλληλα κρούσματα βίας αντιεξουσιαστών στη Θεσσαλονίκη με αποκορύφωμα τις τελευταίες επιθέσεις σε Δημοτική Εταιρεία Πληροφόρησης, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και Ένωση Συντακτών.
Ο κ. Καλαφάτης ζητά την άμεση λήψη μέτρων επιβολής της νομιμότητας και περιφρούρησης των Θεσσαλονικέων και της πόλης από τη δράση ομάδων αντιεξουσιαστών.
Το πλήρες κείμενο της ερώτησης:
«ΘΕΜΑ: «Φαινόμενα γενικευμένης ανομίας στη Θεσσαλονίκη»
Περίοδο έξαρσης της εγκληματικότητας και εκδήλωσης συγκεκριμένων παραβατικών συμπεριφορών βιώνει η Θεσσαλονίκη, δεδομένου ότι, μέσα σε μία μόλις εβδομάδα έχουν καταγραφεί τέσσερα ανησυχητικά κρούσματα βίας και τέλεσης αξιόποινων πράξεων εναντίων ανυποψίαστων πολιτών και φορέων της πόλης.
Στις 14/12, κατά τις μεσημεριανές ώρες λειτουργίας της αγοράς της πόλης και ενόσω ήταν σε εξέλιξη πορεία διαμαρτυρίας στο πλαίσιο της πανελλαδικης εικοσιτετράωρης απεργίας εκείνης της ημέρας, αιφνιδιαστικά και απρόκλητα, άτομα που αποσπάστηκαν από αυτή, επιτέθηκαν σε καταστήματα και προξένησαν εκτεταμένες και σοβαρές φθορές. Εκπρόσωποι των εμπόρων και καταστηματαρχών που επλήγησαν, καταγγέλουν πως η απουσία της αστυνομίας ήταν αισθητή και παρέμειναν, καθ’ όλη τη διάρκεια των επιθέσεων και των βιαιοτήτων, πλήρως απροστάτευτοι, οι δίοι και οι περιουσίες τους.
Στις 20/12, κατά τη ίδια ημέρα και με τη μεσολάβηση μόλις λίγων ωρών, εκδηλώθηκαν δύο συντονισμένες επιθέσεις από ομάδες κουκουλοφόρων. Η πρώτη σημειώθηκε στην είσοδο του κτιρίου που στεγάζει τα δημοτικά μέσα ενημέρωσης του δήμου Θεσσαλονίκης, προκάλεσε φθορές σε σταθμευμένα αυτοκίνητα και στον περιβάλοντα χώρο, τραυματίζοντας σοβαρά με αμβλύ και βαρύ όργανο έναν εργαζόμενο, ο οποίος διακομίστηκε σε νοσοκομείο της πόλης.
Έπειτα από λίγες ώρες, ενδεχομένως η ίδια ομάδα, εισέβαλε καταδρομικά στο κτίριο του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, προσέβαλε τα γραφεία της διοίκησης στον 3ο όροφο του ιδρύματος, έσπασαν τζάμια, πέταξαν μπογιές και κατέστρεψαν υπολογιστές και τον υπόλοιπό υλικοτεχνικό εξοπλισμό. Από καθαρή τύχη δεν προέκυψε κάποιος σοβαρός τραυματισμός, λόγω απουσίας του προσωπικού.
Στις 21/12 το μεσημέρι, εντός εικοσιτετραώρου δηλαδή από τις αμέσως προηγούμενες επιθέσεις, στο στόχαστρο των ομάδων κρούσης, με κεκαλυμμένα τα χαρακτηριστικά τους επίσης, βρέθηκαν τα γραφεία της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Μακεδονίας και Θράκης (ΕΣΗΕΜ-Θ), επίσης στο κέντρο της πόλης, στα οποία και προκάλεσαν σοβαρές φθορές.
Είναι αυταπόδεικτο πως η έχει δημιουργηθεί στη Θεσσαλονίκη ένα πνιγηρό κλίμα ανομίας και εγκληματικότητας και τα ανησυχητικά επεισόδια των τελευταίων ημερών, δεν αποτελούν την εξαίρεση, αλλά τον κανόνα, και αυτό αντικατοπτρίζει τη συνολική διασάλευση της δημόσιας ασφάλειας και τάξης που παρατηρείται στην πόλη, με τη βία παντός είδους ‘’συλλογικοτήτων’’, καθώς, από τα στοιχεία που αφήνουν πίσω τους οι ομάδες κουκουλοφόρων(συνθήματα, έντυπα κλπ) προκύπτει πως προέρχονται από συγκεκριμένο χώρο γνωστών ιδεολογικών αποχρώσεων, να βαίνει κλιμακούμενη και όλο πιο επικίνδυνη.
Η πολιτική βούληση της κυβέρνησης για την εμπέδωση της δημόσιας ασφάλειας, την τήρηση του νόμου και της τάξης αποδεικνύεται στην πράξη ανίσχυρη έως ανύπαρκτη.
Κατόπιν των ανωτέρω
ερωτάται ο αρμόδιος Υπουργός
1. Προτίθεστε να προβείτε άμεσα στις απαιτούμενες ενέργειες επιβολής της νομιμότητας και αποτελεσματικής περιφρούρησης των εννόμων αγαθών των πολιτών της Θεσσαλονίκης και των φορέων της που πλήγονται επανειλημμένα από συγκεκριμένες ομάδες ατόμων που προέρχονται από τον αντιεξουσιαστικό χώρο και απολαμβανουν, κατά την αλγεινή εντύπωση των πολιτών, μια ανεξήγητη ασυλία από μέρους της οργανωμένης Πολιτείας;»