Οι αθλητικές διοργανώσεις πάντα αποτελούσαν την καλύτερη αφετηρία για τη διάδοση ενός πολιτικού μηνύματος. Ακόμη και οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν ανέκαθεν πολιτικοποιημένοι. Καθιερώθηκαν στην αρχαία Ελλάδα για να επιστρέψουν μια ανακωχή μεταξύ εμπόλεμων πόλεων.
Ανεξαρτήτως λοιπόν από την αφετηρία των όσων έγιναν στο Βελιγράδι κατά τη διάρκεια του αγώνα Σερβίας-Αλβανίας, το σίγουρο είναι ότι αυτοί που αποφάσισαν να πετάξουν ένα τηλεκατευθυνόμενο με τη σημαία της μεγάλης Αλβανίας ότι πέτυχαν τον όποιο σκοπό τους.
Καθώς οι αγώνες επιτρέπουν την εξύμνηση των αρετών των αθλητών και κάθε πρωταθλητή, και η νίκη της κάθε ομάδας θεωρείται ενσάρκωση των «εθνικών αρετών», η αθλητική αναμέτρηση ενθαρρύνει οπισθοδρομήσεις προς τον εθνικισμό και τις χειρότερες μορφές σωβινισμού.
Στην Ολυμπιάδα του Βερολίνου το 19376, ο Χίτλερ δεν δίστασε να εγκαταλείψει το στάδιο για να μη χειροκροτήσει τον μαύρο Αμερικανό αθλητή Τζέσση Όουενς. Μετά τον πόλεμο, η δημοτικότητα που απέκτησαν οι Ολυμπιακού Αγώνες και άλλες διεθνείς αθλητικές αναμετρήσεις, επέτρεψε την ανάπτυξη ενός είδους αθλητικής διπλωματίας.
Ακόμα και πολιτικές οργανώσεις προσπάθησαν να επωφεληθούν από τον εκπληκτικό αυτό μηχανισμό πολλαπλασιασμού της φωνής και να επισύρουν την προσοχή του κόσμου στην υπόθεση τους.
Στο Μεξικό, το 1968, μαύροι Αμερικανοί αθλητές που υποστήριζαν τους Μαύρους Πάνθηρες σήκωσαν στο βάθρο γροθιά ντυμένη με μαύρο γάντι για να καταγγείλουν τις φυλετικές διακρίσεις στη χώρα τους.
Πολύ τραγικότερες ήταν οι συνέπειες της παρέμβασης των Παλαιστινίων στο Μόναχο το 1972, όταν η επιχείρηση σύλληψης ομήρων προκάλεσε το θάνατο δεκαεπτά Ισραηλινών. Ο αθλητισμός επέτρεψε επίσης στο παρελθόν να ασκηθεί πίεση σε καταπιεστικά καθεστώτα, όπως στη Ροδεσία και στη Νότιο Αφρική, που αποκλείστηκαν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες από το 1970 και μετά, λόγω του απαρτχάιντ.
Από τη στιγμή που ο αθλητισμός «κατέβηκε» στην κοινωνία των πολιτών, εμπότισε όλες τις κοινωνικές συνιστώσες. Από τη στιγμή εκείνη οι διεθνείς αθλητικές εκδηλώσεις μετατράπηκαν σε πολιτικό εργαλείο, είτε πρόκειται για την εσωτερική πολιτική, είτε για την διεθνή.
Το επισήμανε το 1978 ο υπουργός εξωτερικών της Νιγηρίας Χένρυ Αντεφόπε τονίζοντας: «Η φιλοσοφία που θέλει να μην ανακατεύονται πολιτική και αθλητισμός είναι απατηλή και υποκριτική».
Έχουμε λοιπόν συγκατοίκηση μεταξύ αθλητισμού και πολιτικής σε γάμο συμφερόντων και οι αγώνες μετατρέπονται σε μέσο προπαγάνδας. Πόσο δίκαιο είχε λοιπόν ο Εριχ Χόνεκερ, γενικός γραμματέας του Κουμουνιστικού Κόμματος της Α. Γερμανίας, όταν το 1948 δήλωνε: « ο αθλητισμός είναι το μέσο για την επίτευξη άλλων σκοπών».