Η αυριανή ημέρα δεν θα είναι συνηθισμένη Κυριακή, ούτε μία Κυριακή με τα χαρακτηριστικά μίας εκλογικής μάχης κομμάτων. Σε μία τέτοια περίπτωση λίγο πολύ είναι προβλέψιμο το εκλογικό αποτέλεσμα και οι επιπτώσεις στην καθημερινότητα.
Η αυριανή ημέρα είναι μία ημέρα πρωτόγνωρη για όλους του Έλληνες. Εκτός του τυπικού πολιτικού πλάνου και γι’ αυτό, όπως το κάθε άγνωστο, δημιουργεί ποικιλόμορφα συναισθήματα στους ψηφοφόρους. Ανεξαρτήτως από την θέση του κάθε Έλληνα που θα πάει στην κάλπη, εάν τάσσεται υπέρ του «ναι» ή υπέρ του «όχι», εκτιμώ, θα ήταν προτιμότερο να αποφευχθεί αυτό το δημοψήφισμα. Να είχε επιτευχθεί μία συμφωνία με βάση τη βιωσιμότητα του χρέους, σε επίπεδο διαπραγματεύσεων. Αυτό θα ήταν το ιδανικό σενάριο το οποίο επιθυμούσαν όλοι οι Έλληνες.
Τούτη τη στιγμή όμως τα δεδομένα είναι εντελώς διαφορετικά και αύριο θα πρέπει οι ψηφοφόροι να επιλέξουμε ποιο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος εξυπηρετεί την χώρα και όχι το τι εξυπηρετεί τον καθένα από εμάς ξεχωριστά.
Η αλήθεια είναι ότι θα πάμε στις κάλπες χωρίς να έχουμε τα πραγματικά δεδομένα για το τι ψηφίζουμε. Η εικόνα που θα έχουμε στο μυαλό μας θα είναι ένα παζλ με νεφέλωμα που έχει δημιουργηθεί από τα όσα αντικρουόμενα ακούσαμε επί επτά ημέρες, πασπαλισμένα από ρινίσματα φόβου, κομματικών και επιχειρηματικών συμφερόντων.
Αύριο εκτιμώ ότι δύσκολα θα σταθούν μπροστά στις κάλπες οι περίπου 500.000 Έλληνες που ξενιτεύτηκαν λόγω της κρίσης. Θα είχε αξία να μάθουμε την άποψη τους. Σίγουρα θα είναι παρόντες όμως, όλοι εκείνοι που ασχολούνται με τον τουρισμό τα έσοδα από τον οποίο καλύπτουν το 25% του ΑΕΠ κάθε χρόνο. Οι άνθρωποι του τουρισμού που είδαν την ισχυρή βιομηχανία της χώρας να καταποντίζεται μετά την απόφαση για την διεξαγωγή του δημοψηφίσματος.
Ψηφοφόροι θυμωμένοι από την απόφαση της κυβέρνησης, αγανακτισμένοι από τις πολιτικές λιτότητας, αισιόδοξοι και απογοητευμένοι, όλοι θα σταθούν μπροστά την κάλπη και θα ψηφίσουν σ’ ένα διχαστικό ερώτημα.
Ο,τι κι αν ψηφίσει κάποιος αύριο το σίγουρο είναι ότι ποτέ δεν θα μάθει για τις δεύτερες σκέψεις των πολιτικών της Ε.Ε., του ΔΝΤ, το παιχνίδι που παίζεται από την παγκόσμια οικονομική ελιτ και ποιες είναι οι πολιτικές προεκτάσεις των αποφάσεων που παίρνονται.
Είναι χαρακτηριστική η δήλωση του μεγαλοεπενδυτή Τζορτζ Σόρος ένα από τα «κοράκια» των αγορών που το 1992 «συνέτριψε» τη στερλίνα κερδίζοντας εις βάρος των Βρετανών φορολογούμενων 1δις δολλάρια.
«Η Ευρώπη είναι από πολλές απόψεις η πιο ανεπτυγμένη ήπειρος και ταυτοχρόνως το λίκνο του παγκόσμιου πολιτισμού και όμως βρίσκεται σε κατάσταση οικονομικής και πολιτικής διάλυσης» προειδοποιεί ο Σόρος. Γνωρίζοντας όσο λίγοι τη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας, από την οποία έχει κερδίσει περί τα 24 δισ. δολάρια, σημειώνει πως «το πολιτικό πρόβλημα είναι ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση, η οποία υποτίθεται πως ήταν μια εθελοντική ένωση ισότιμων κρατών, μετασχηματίστηκε σε μια σχέση ανάμεσα σε δανειστές και οφειλέτες. Ο Σόρος ουσιαστικά απορρίπτει την ανάγκη «περισσότερης Ευρώπης», λέγοντας ότι αυτό «θα σημάνει αυτομάτως περισσότερη λιτότητα, περικοπές και υψηλή ανεργία».
Παρόμοιες οικονομικές θεωρίες, παρότι μπορεί να κρύβουν μεγάλες αλήθειες, εκτιμώ ότι ετούτη τη στιγμή δεν αγγίζουν τους Έλληνες οι οποίοι καλούνται με νηφαλιότητα να ασκήσουν αύριο το καθήκον τους. Κυρίως, ανεξαρτήτως από το τι πιστεύει ο καθένας, είναι υποχρέωση όλων να σεβαστούμε το αποτέλεσμα που θα βγει από τη κάλπη. Η δημοκρατία βιώνεται και δεν δηλώνεται και ετούτες τις στιγμές την έχει μεγάλη ανάγκη η χώρα.