Η Γερμανία αποφάσισε να επιστρέψει 10.626 ευρήματα της νεολιθικής περιόδου σε εκπροσώπους του ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού, έπειτα από 73 χρόνια.
Σύμφωνα με την DeutscheWelle, η επιστροφή αυτή πραγματοποιήθηκε στο υπαίθριο μουσείο Πφάλμπαουτεν στη νότια Γερμανία χθες, Τετάρτη (18.06.2014).
Πρόκειται για τη δεύτερη επιστροφή αρχαιοτήτων από τη Γερμανία προς την Ελλάδα μέσα σε δύο εβδομάδες. Στη μια περίπτωση πρόκειται για ένα μαρμάρινο ειδώλιο και ένα τηγανόσχημο σκεύος που ήταν προϊόντα αρχαιοκαπηλίας και τα οποία επέστρεψε το Κρατικό Μουσείο της Βάδης. Στη δεύτερη περίπτωση τα ευρήματα είναι λεία πολέμου και προέρχονται από γερμανικές ανασκαφές σε 38 μαγούλες, σε γήλοφους, στη Θεσσαλία που έγιναν στις αρχές της γερμανικής κατοχής το 1941.
Η πρωτοβουλία για την επιστροφή των ελληνικών ευρημάτων ανήκει στον διευθυντή του Μουσείου Πφάλμπαουτεν, καθηγητή Γκούντερ Σέμπελ. Μιλώντας για τα κίνητρά του είπε στη DeutscheWelle:
Η σύγχρονη επιστήμη αντιλαμβάνεται τη σημασία του αλληλοσεβασμού και ως εκ τούτου γνωρίζει πόσο σημαντικά είναι τα ευρήματα για την ταυτότητα μιας χώρας. Υπό αυτή την έννοια η επιστροφή είναι για μας θέμα τιμής.
Πώς βρέθηκαν οι αρχαιότητες στη Γερμανία;
Πριν από την περίοδο της κατοχής οι γερμανικές ανασκαφές στην Ελλάδα διεξάγονταν με την άδεια του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου στην Αθήνα και του ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού. Στο διάστημα της κατοχής ξέσπασε μια διένεξη αναφορικά με τις αρμοδιότητες ανάμεσα στην κλασσική αρχαιολογία που εκπροσωπούσε το Ινστιτούτο και αρχαιολόγους σε διάφορες υπηρεσίες του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος οι οποίες ενεργούσαν για δικό τους λογαριασμό στις χώρες που ήταν υπό γερμανική κατοχή. Ο Γκούντερ Σέμπελ:
Δεν ήταν ο Χίτλερ που έστειλε τους αρχαιολόγους στις χώρες που κατέλαβε. Ήταν οι ίδιοι οι αρχαιολόγοι που υποστήριζαν ότι οι ανασκαφές θα έπρεπε να γίνουν για ιδεολογικούς λόγους. Όπως είναι γνωστό, αυτοί οι αρχαιολόγοι ήταν μέλη του Κομάντο Ρόζενμπεργκ, της οργάνωσης Γενεαλογική Κληρονομιά (Ahnenerbe) των SS όπως και άλλων εθνικοσοσιαλιστικών οργανώσεων που, ακολουθώντας τα χνάρια της Βέρμαχτ, επεδίωξαν να προβληθούν.
Όπως εξηγεί ο κ. Σέμπελ, οι λόγοι της καθυστέρησης αυτής, σχετίζονται σε μεγάλο βαθμό με τη διαίρεση της Γερμανίας. Τμήμα της τεκμηρίωσης αλλά και των εγγράφων, είχαν παραμείνει μετά τον πόλεμο στην Ανατολική Γερμανία. Σημειώνει παράλληλα ότι, ελληνικά ευρήματα και όλα τα σχετικά έγγραφα είχαν μοιραστεί και αποθηκευτεί σε πέντε διαφορετικά σημεία στην Ανατολική και Δυτική Γερμανία αλλά και στην Ελβετία.
Ενώ αυτός ο γρίφος έχει λυθεί, άγνωστη παραμένει η τύχη οκτώ κιβωτίων τα οποία είχαν παραμείνει στο Βόλο και τα οποία περιλάμβαναν τα σημαντικότερα ευρήματα των ανασκαφών στη Θεσσαλία. Αλλά δεν είναι μόνο αυτά. Κατά την εκτίμηση του Γκούντερ Σέμπελ στις αποθήκες γερμανικών μουσείων αλλά και αλλού θα πρέπει να βρίσκονται ακόμη πολλές αρχαιότητες από ανασκαφές των διαφόρων γερμανικών υπηρεσιών κατά την περίοδο της κατοχής στην Ελλάδα. Ο εντοπισμός τους θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο ελληνογερμανικής συνεργασίας.