Mεγάλη κουβέντα ξεκίνησε από τη στιγμή που έγιναν χθες γνωστά τα ονόματα των διαιτητών και των βοηθών που συμπεριλαμβάνονται στους νέους πίνακες της της Super League.
Ακούστηκαν και γράφτηκαν πολλά για «το πόσο έχει εξυγιανθεί η ελληνική διαιτησία» με την καρατόμηση διαιτητών οι οποίοι με τα σφυρίγματα τους έχουν στιγματίσει το εγχώριο ποδόσφαιρο. Πόσο όμως αγγίζουν αυτό που θα δούμε τη νέα αγωνιστική περίοδο οι ερμηνείες που προέκυψαν από τις αποφάσεις του Περέϊρα; Κατ’ αρχάς παρέμεινε στους πίνακες ο διαιτητής Κομίνης ο οποίος τίναξε το Πρωτάθλημα στον αέρα, με την αναποφασιστικότητα του στη φάση του γκολ του Βαρέλα στον αγώνα ΠΑΟΚ-ΑΕΚ. Προσέξτε: δεν πήρε μία λανθασμένη απόφαση, αλλά δημιούργησε σκηνές απείρου κάλους, διέσυρε το άθλημα και έγινε η αιτία να έρθει ξένος διαιτητής στον τελικό του Κυπέλλου γιατί ήταν άτολμος. Ο,τι το χειρότερο για έναν διαιτητή. Παρ’ όλα αυτά ο Κομίνης παρέμεινε στους πίνακες οι οποίοι συμπληρώθηκαν από νέους, άπειρους αλλά ελπιδοφόρους, κατά τον Περέϊρα διαιτητές.
Ακόμη κι αν παραβλέψουμε την απόφαση για την παραμονή του Κομίνη, ο οποίος είχε δηλώσει ότι θα κρεμάσει τη σφυρίχτρα του, η αθλητική κοινωνία μπορεί να αισθάνεται αισιοδοξία ότι τη νέα χρονιά θα έχουμε περισσότερο αξιόπιστες διαιτησίες; Δεν το πιστεύω, γιατί η καχυποψία των φιλάθλων έχει φθάσει μέχρι το… μεδούλι. Με τόσα που έχουν ακούσει και διαβάσει είναι πεπεισμένοι ότι η διαφθορά ζει και βασιλεύει στους χώρους της διαιτησίας. Κι αυτό γίνεται γιατί το ποδόσφαιρο αποτελεί «εργαλείο» επιχειρηματικών και πολιτικών συμφερόντων στα χέρια των μεγαλοϊδιοκτητών. Αρα επιστρατεύουν όλα τα μέσα προκειμένου να σηκώσουν τρόπαια τα οποία θα τους δώσουν λαϊκά ερείσματα, άρα και περισσότερη δυναμική απέναντι στην εξουσία.
Το ζήτημα λοιπόν που μπαίνει δεν έχει να κάνει με τις ικανότητες των Ελλήνων διαιτητών, αλλά με τις ψυχικές και τις συνειδησιακές τους αντοχές. Τα λάθη των διαιτητών είναι μέρος του παιχνιδιού κι αυτό το διαπιστώνουμε, σχεδόν καθημερινά, στους αγώνες του Μουντιάλ της Ρωσίας. Εκείνο όμως που φουντώνει τις αντιδράσεις στην Ελλάδα είναι η καχυποψία που επικρατεί, όχι άδικα, στην ατμόσφαιρα του ποδοσφαίρου. Και η καχυποψία βρήκε έφορο έδαφος τόσα χρόνια, οπότε γιγαντώθηκε. Τι σημαίνει αυτό; Ότι όσες αλλαγές κι αν γίνουν στους πίνακες πάντα θα υπάρχουν διαιτητικά λάθη που θα προκαλούν από γκρίνια μέχρι κραυγές διαμαρτυρίας.
Το ζήτημα είναι κάθε πόσο θα μεγαλώνει η τοξικότητα του ποδοσφαιρικού περιβάλλοντος. Ισως να αποτελεί τελικώς λύση, παρότι αποτελεί απαξίωση για τους Ελληνες διαιτητές, η επιλογή ξένων διαιτητών στους αγώνες μεγάλου βαθμολογικού ενδιαφέροντος. Όχι ότι είναι καλύτερης διαιτητικής ποιότητας οι ξένοι, αλλά σίγουρα προκαλούν μεγαλύτερο σεβασμό απ’ όλους οι αποφάσεις τους. Αυτό τουλάχιστον διδαχθήκαμε από τον τρόπο που αντέδρασαν ομάδες και κόσμος στις αποφάσεις του Μπορμπαλάν στον τελικό του Κυπέλλου. Γιατί κανείς δεν πιστεύει ότι αποφάσεις όπως το πέναλτι υπέρ του ΠΑΟΚ και οι αποβολές των Βαρέλα, Μαουρίσιο και Βράνιες, στις ίδιες φάσεις είχαν πρωταγωνιστή Ελληνα διαιτητή θα είχαμε και τις ίδιες συμπεριφορές.
FOCUS
Mία αλεπού της διαιτητικής πιάτσας μού έλεγε χθες ότι δεν είναι σίγουρος αν τελικά θα πρέπει να χαμογελούν οι διαιτητές που μπήκαν στους πίνακες της Super League για τη νέα αγωνιστική περίοδο. Κι όταν τον ρώτησα απάντησε αινιγματικά: «Αυτά που έγιναν πέρυσι ήταν μάθημα για το νηπιαγωγείο».
Από την έντυπη έκδοση της Metrosport