Είναι από τις προσωπικές ιστορίες που προκαλούν ένα αυθόρμητο συναίσθημα σεβασμού για δύο παιδιά που επέλεξαν το δύσκολο μονοπάτι και τώρα βαδίζουν στο μονοπάτι της δικαίωσης. Είναι τα «διαμάντια» από την Ολλανδία.
Ο Παντελής Χατζηδιάκος και ο Βαγγέλης Παυλίδης είναι τα κεντρικά πρόσωπα της Εθνικής γιατί συστήθηκαν με τον πλέον αφοπλιστικό τρόπο σ’ όλους όσοι αγνοούσαν την ύπαρξή τους.
Κανείς από τους δύο δεν γνωρίζει αν στο κρίσιμο παιχνίδι ή σε κάποιον αγώνα μεγάλης διοργάνωσης (σ.σ. εφόσον η Εθνική καταφέρει να επιστρέψει σε δαύτες) θα είναι στην 11αδα. Εκ του αποτελέσματος αποδείχθηκε όμως ότι η έμφυτη επιθυμία για παρουσία στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα ήταν πολύ πιο ισχυρή (ως συναίσθημα) από την αμφιβολία για το μέλλον. Γιατί ο μεν Παντελής Χατζηδιάκος στους δύο αγώνες που αγωνίστηκε με την Εθνική απέδειξε ότι δεν στοιχειοθετεί στοίχημα αλλά αξιόπιστη λύση, ομοίως και ο Παυλίδης.
Πέραν της ευκαιρίας που τους δόθηκε δια χειρός Φαν'τ Σιπ, είναι επίσης αλήθεια ότι οι αγωνιστικές ζωές τους είναι σαν δύο παράλληλες γραμμές, με τρεις κοινούς παρονομαστές. Αμφότεροι ξενιτεύτηκαν σε μικρή ηλικία, αυτή τη στιγμή βρίσκονται στην Ολλανδία και κυρίως, θεωρούνται από τους καλύτερους παίκτες του Πρωταθλήματος στην «τρυφερή» ηλικία που διανύουν.
Η περίπτωση του 22χρονου Χατζηδιάκου εμπεριέχει λιγότερη… περιπέτεια υπό την έννοια ότι δεν μετακόμισε ολομόναχος σε μια ξένη πόλη, αλλά ακολούθησε την οικογένειά του και κυρίως τον πατέρα του ο οποίος ήταν οικονομικός μετανάστης. Γεννημένος στη Ρόδο, ανήκει στη λεγόμενη nouvelle vague του Παναθηναϊκού, σε μια εποχή κατά την οποία οι «πράσινοι» μάζευαν στην Παιανία ό,τι καλύτερο διέθετε η ποδοσφαιρική Ελλάδα. Αυτό έγινε πριν καλά-καλά κλείσει το 11ο έτος, σε μια ηλικία όπου τα παιδικά όνειρα έχουν μορφή φανταστικού σεναρίου. Και αποδείχθηκε ότι ήταν πολύ καλό για να γίνει αληθινό διότι, δύο χρόνια αργότερα (2010) η οικονομική ανάγκη υποχρέωσε την οικογένεια να μεταναστεύσει στην πόλη Άλκμααρ στην Ολλανδία για τα προς το ζην.
Οι προπονητές συνηθίζουν να υποστηρίζουν με πάθος ότι τόσο η χώρα όσο και η ομάδα δεν μπορούν να «κρύψουν» ένα ταλέντο, αυτό επιβεβαιώθηκε στην περίπτωση του Χατζηδιάκου. Δεν εξελίχθηκε απλά σε σημαντικός παίκτης των τμημάτων υποδομής της Άλκμααρ αλλά αρχηγός της Κ16 και σε ηλικία 17 ετών έζησε την πρώτη εμπειρία του ως επαγγελματίας. Οι δύο χρονιές που ακολούθησαν (2015-16 και 2016-17) ήταν απλώς μεταβατικές, μια ομαλή μετάβαση από την ερασιτεχνική στην επαγγελματική νοοτροπία. Ένα όμορφο ταξίδι στη βάρκα της ελπίδας το οποίο έγινε ακόμη πιο συναρπαστικό την περίοδο 2017-18 όταν μέτρησε 29 συμμετοχές.
Πλέον δεν ήταν ο «μικρός Έλληνας», αλλά ο βασικός στόπερ της Άλκμααρ αν και χρησιμοποιήθηκε σε τρεις διαφορετικές θέσεις, συμπεριλαμβανομένων αυτών του αμυντικού χαφ αλλά και του δεξιού οπισθοφύλακα. Τον Δεκέμβριο του 2017 πέτυχε το πρώτο γκολ σε επαγγελματικό Πρωτάθλημα και από τότε θεωρείται βασικός και αναντικατάστατος στην 11αδα της ολλανδικής ομάδας. Κι αν η τιμή της μετοχής του είναι ούτως ή άλλως υψηλή, το ότι το όνομά του είναι εγγεγραμμένο στο πελατολόγιο του Μίνο Ραϊόλα, δείχνει και το επίπεδο εκτίμησης που υπάρχει στην αγορά για την ποδοσφαιρική πορεία του. Σαφέστατα, οι εμφανίσεις του απέναντι σε Ιταλία και Βοσνία, στο ντεμπούτο του με την Εθνική Ανδρών αποτελούν επιπλέον credit.
Στη Γερμανία μ’ ένα όνειρο τρελό
Πιθανόν έτσι να ένιωθε ο Βαγγέλης Παυλίδης όταν σε ηλικία 16 ετών αποφάσισε να αφήσει τη Θεσσαλονίκη και κυρίως το σπίτι του για να ενταχθεί στα τμήματα υποδομής της Μπόχουμ. Ουσιαστικά κατευθύνθηκε από το όνειρό του, ενδεχομένως να μαγεύτηκε από την προοπτική, σίγουρα όμως δεν δείλιασε μπροστά στην ευκαιρία. Έτσι βρέθηκε στη Γερμανία, προερχόμενος από την ακαδημία «Μπέμπηδες 2000». Σε περίπου έναν μήνα (για την ακρίβεια στις 21 Νοεμβρίου) θα κλείσει το 21ο έτος της ηλικίας του, πλέον όμως είναι αρκετά ώριμος στη διαχείριση καταστάσεων. Είναι οι παραστάσεις και τα βιώματα που αποκτά κανείς μέσα από τη ζωή.
Στα 16 του, όταν μετακόμισε στο Μπόχουμ, φιλοξενήθηκε από γερμανική οικογένεια ενός συμπαίκτη του, η οποία δεν ήταν απλά φιλόξενη, αλλά λειτούργησε ως δεύτερη οικογένειά του. Σε καθημερινή βάση άλλαζε τρία δρομολόγια τρένων για να βρεθεί από το σπίτι στο ελληνικό σχολείο, καθώς η Μπόχουμ είχε φροντίσει να εγγυηθεί για τη μόρφωσή του. Η συναναστροφή με Έλληνες τον βοήθησε αρκετά στην προσαρμογή και το μόνο που απέμενε ήταν να αποδείξει ότι αυτό το ταξίδι άξιζε τον κόπο.
Μετά την ενηλικίωσή του έμεινε με τον αδερφό του, ποδοσφαιρικά όμως το νερό δεν είχε μπει απλά στο αυλάκι, άλλα έτρεψε άφθονο όπως και ο Παυλίδης για να… «μάθω και να συνηθίζω το πολύ γρήγορο ρυθμό που έχουν τα γερμανικά Πρωταθλήματα».
Τον Απρίλιου του 2016 υπέγραψε επαγγελματικό συμβόλαιο στην Μπόχουμ, είχε προηγηθεί όμως η λάμψη του αστεριού του στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα U17 στη Βουλγαρία γιατί δεν είναι και λίγο πράγμα να συμπεριλαμβάνεσαι στους «15» κορυφαίους παίκτες της Ευρώπης στην ηλικία σου. Έπαιξε για έναν χρόνο (ως δανεικός) στη δεύτερη ομάδα της Ντόρτμουντ και αφού είχε καταθέσει τα διαπιστευτήριά του με την U19 της Μπόχουμ όπου σε σύνολο 45 αγώνων σημείωσε 20 τέρματα και μοίρασε 13 ασίστ.
Τον περασμένο Γενάρη παραχωρήθηκε δανεικός στη Βίλεμ. Σε 14 συμμετοχές πέρυσι, σημείωσε πέντε γκολ, μοίρασε τέσσερις ασίστ και δίχως δεύτερη σκέψη, η ολλανδική ομάδα πλήρωσε τη ρήτρα αγοράς των δικαιωμάτων του και μαζί του ένα συμβόλαιο διάρκειας τριών χρόνων. Ο «μικρός» συνεχίζει να εντυπωσιάζει καθώς ο απολογισμός των έξι τερμάτων σε οκτώ παιχνίδια είναι αξιοζήλευτος ακόμη και για top class παίκτες.
Αυτά είναι τα δύο «διαμάντια» από την Ολλανδία. Κι αν στους ίδιους πιστώνεται ότι πέτυχαν, στον Φαν΄τ Σιπ «χρεώνεται» ότι τόλμησε να ρίξει στα βαθιά νερά δύο παιδιά δίχως πρότερη εμπειρία στην Εθνική Ανδρών.