Σαν τον Λημνιό και σαν τον Δεληγιαννίδη υπάρχουν πολλά ταλέντα, διάσπαρτα σε όλη την Ελλάδα. Πάντα υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν. Το ζήτημα είναι πώς εντοπίζονται, πώς αξιολογούνται, τι είδους δουλειά γίνεται μ’ αυτά, πώς αντιμετωπίζονται από προπονητές και παράγοντες και, τελικά, πώς αξιοποιούνται.
Στην Ελλάδα διακρίνονται συνήθως όσοι είναι τόσο χαρισματικοί όσο για να αναδείξουν την αξία τους χάρη στις προσωπικές προσπάθειές τους και όχι μέσα από οργανωμένη δουλειά. Δεν ισχύει μόνο για ποδοσφαιριστές και μπασκετμπολίστες, αλλά και για τους αθλητές όλων των σπορ. Δεν άκουσα ποτέ ούτε έναν ολυμπιονίκη ή παγκόσμιο πρωταθλητή να δηλώνει ότι έφτασε στο ψηλότερο σκαλί επειδή βοηθήθηκε ουσιαστικά από κάποιον οργανωμένο φορέα, είτε αυτός είναι η πολιτεία, είτε οποιαδήποτε ομοσπονδία, είτε οποιοσδήποτε σύλλογος. Αρκετοί είχαν μια κάποια συμπαράσταση, αλλά αν δεν «σκύλιαζαν» μόνοι τους και αν δεν διέθεταν ισχυρή προσωπικότητα για να αντέξουν σε όλες τις αντιξοότητες, δεν επρόκειτο ποτέ να πετύχουν τον άθλο τους.
Ειδικά στο ποδόσφαιρο, είμαι σίγουρος ότι αναδεικνύεται ένα στα 100 ταλέντα. Ενα μόνο προχωράει, είτε χάρη στη δική του «μαγκιά», είτε χάρη στην εύνοια της τύχης, είτε χάρη σε κάποιον προπονητή που έτυχε να ασχοληθεί ιδιαιτέρως μαζί του. Τα υπόλοιπα 99 τα τρώει η «μαρμάγκα». Είναι πρωταθλητές με τις Κ-17 και τις Κ-20 και ύστερα χάνονται στο μαύρο σκοτάδι. Ούτε να τους δουλέψουν ξέρουν οι... περισπούδαστοι προπονητές που δουλεύουν στις μεγάλες ελληνικές ομάδες, ούτε... ευκαιρούν να ασχοληθούν μαζί τους. Κανείς δεν νοιάζεται να αφήσει δουλειά σε βάθος πίσω του. Ολους τους ενδιαφέρει το αποτέλεσμα του επόμενου αγώνα, για να προστατέψουν τη θεσούλα τους. Σιγά μη νοιαστεί για το μέλλον της ομάδας και τα έμψυχα περιουσιακά στοιχεία της ο κάθε προπονητής, από τη στιγμή που ξέρει ότι ο ίδιος, με δυο – τρεις ήττες, θα αποτελεί παρελθόν για την ομάδα.
Αδικο έχουν; Οχι. Τη βασική ευθύνη για την «εξόντωση» των Ελλήνων παικτών την έχουν οι παράγοντες. Μεγαλομέτοχοι, πρόεδροι και, πολλές φορές, διάφοροι ανευθυνουπεύθυνοι και άσχετοι. Αγοράζουν κάθε καρυδιάς καρύδι από το εξωτερικό, για να εξελιχθεί, τις περισσότερες φορές, σε παράσιτο που ζει σε βάρος του Ελληνα ποδοσφαιριστή, ο οποίος μάταια αναζητά διέξοδα και ευκαιρίες.
Αλλά, ας μην πάμε μακριά. Από ποιους παίκτες αποτελείται όλα τα τελευταία χρόνια η Εθνική ομάδα; Από εκείνους που παίζουν σε ξένες ομάδες. Εκείνους που ανήκουν σε σοβαρές ομάδες, που κάνουν σοβαρή δουλειά, με σοβαρό σχεδιασμό, με σοβαρούς προπονητές, με σοβαρούς παράγοντες. Αλλάζουν επίπεδο αυτοί οι παίκτες, ξεφεύγοντας από την ελληνική μιζέρια και πολύ δικαιολογημένα στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά σ’ αυτούς όσοι ομοσπονδιακοί τεχνικοί πέρασαν από την Ελλάδα με πρώτο τον Οτο Ρεχάγκελ και όλους όσοι τον ακολούθησαν.
Ας ψαχτούν, λοιπόν, στους συλλόγους και ας καταλάβουν επιτέλους το συμφέρον τους και το συμφέρον του ελληνικού ποδοσφαίρου, γενικότερα. Φτάνει πια με τις «μπαχατέλες» από το εξωτερικό. Κοστίζουν πολλά και δεν προσφέρουν τίποτε. Οι Ελληνες είναι φθηνότεροι, αρκεί να ξέρεις να τους βρεις και να τους προωθήσεις. Μπορεί κανείς να φέρει στην Ελλάδα 10 ξένους παικταράδες για να κάνει ομαδάρα; Οχι. Ε, λοιπόν, αυτό το επίπεδο στο οποίο βρίσκονται οι ομάδες τους μπορούν άνετα να το διατηρήσουν, αλλά και να το ξεπεράσουν, αν βασιστούν κυρίως σε Ελληνες παίκτες.
Επιμύθιο, ως προς τον ΠΑΟΚ ειδικότερα: Ο Λημνιός και ο Δεληγιαννίδης δεν απέδειξαν προχθές απλώς ότι δικαιούνται να πάρουν ευκαιρίες. Απέδειξαν ότι δικαιούνται να είναι βασικοί. Τους υποστηρίζει και η κοινή λογική. Η οποία θέτει το εξής εύλογο ερώτημα: Αυτοί που παίζουν στις θέσεις τους προσφέρουν περισσότερα; Αυτοί που παίζουν στις θέσεις τους απέδειξαν μέχρι τώρα ότι είναι καλύτεροι; Οχι βέβαια...