Κάθε χρόνο τέτοια μέρα εδώ και δεκαετίες βρίσκω λίγο χρόνο και απομακρύνομαι από την καθημερινότητά μου, ανάβω το καντηλάκι, προσεύχομαι για την ανάπαυση όλων των μαρτύρων της ποντιακής γενοκτονίας, δίχως να ξεχωρίσω τα θύματα της δική μου οικογένειας και στη συνέχεια νοερά επιχειρώ να προσεγγίσω και να φτάσω σε εκείνα τα ιερά και καθαγιασμένα από το αίμα της ξεριζωμένης προσφυγιάς, χώματα.
Αναζητώ με τη φαντασία μου το σπίτι του παππού μου που δεν τον γνώρισα. Αγωνίζομαι να συνδέσω τα όσα μου έχει διηγηθεί η συγχωρεμένη η μάνα μου που ήρθε προσφυγοπούλα στη Θεσσαλονίκη με τη χήρα μάνα της, χωρίς τον πατέρα της και τα άλλα δύο αδέρφια της. Βλέπετε οι τσέτες πρόλαβαν να «θερίσουν» την οικογένειά της. Μετά από μεγάλη προσπάθεια είναι αλήθεια πως βρήκα κάποια στοιχεία που με οδήγησαν στο χωριουδάκι της καταγωγής της. Είναι το Παρθένι, κάπου ανάμεσα στην Κασταμονή και στη Σαφράμπολη (Βιλαέτι Παφλαγονίας).
Στάθηκα τυχερός όταν σε κάποιο στοιχείο που αφορούσε τον Πόντο βρήκα μάλιστα και φωτογραφία από το δημοτικό σχολείο του χωριού. Δεν το κρύβω πως εκείνη τη στιγμή δάκρυσα. Από τα φοιτητικά μου χρόνια μέχρι τώρα ποτέ δε σταμάτησα να ζω με τον πόνο και με τη μνήμη αυτής της θηριωδίας. Θλίψη από τη μια μεριά και ασυγκράτητος θυμός από την άλλη, όχι τόσο με τα κτήνη του Τοπάλ Οσμάν, όσο με τους εδώ απίστευτους και μισερούς εθνομειοδότες, αρνητές της ποντιακής γενοκτονίας. Άθεοι και απάτριδες ως επί το πλείστον πολιτικοί και μερικοί «επιστήμονες» με διαστροφικές θεωρίες και αρρωστημένες ιδεοληψίες, τολμούν να συμπορεύονται με τις ψυχρές εκτελέσεις 353.000 αθώων Ελλήνων του Πόντου.
Όλοι αυτοί ασεβούν και αποπατούν στην κυριολεξία πάνω σε δάκρυα που ακόμη δεν στέγνωσαν και σε ιερές μνήμες που δεν ξεθώριασαν και δεν πρόκειται να ξεθωριάσουν ποτέ. Συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τότε. Η στήλη σήμερα αφιερώνει μερικά κείμενα, αναδημοσιεύσεις που αφορούν την ποντιακή γενοκτονία και αποτελούν ένα ισχυρότατο κόλαφο γι΄αυτούς τους γελοίους.
Γράφει λοιπόν ο ποιητής Θοδωρής Ξύδης: «Οι φλόγες έχουν αίμα πολύ και δάκρυα και απλώνονται σαν πύρινο ποτάμι στα ανύποπτα σπίτια. Οι στάχτες της φωτιάς γίνονται ένα απέραντο σάβανο. Όπως ένα φύλλο χαρτιού, που κάηκαν τα πρόσωπα και έσβησαν των φρυδιών οι γραμμές που ομορφαίνουν τα μάτια. Δεν βρίσκεται Ραχήλ για να κλάψει την ανιστόρητη πίκρα. Τα κυπαρίσσια στους κήπους είναι πένθιμες λαμπάδες.
Οι ζωντανοί βιάζονται να βρουν τους πεθαμένους, ένας βυθίζεται στο νερό για να γλιτώσει τη φωτιά, άλλος καίγεται για να σωθεί από τον πνιγμό. Ενας ικετεύει τη βροχή να θανατώσει τους γυμνούς. Άλλος παρακαλεί τον άνεμο να συνεπάρει τους αδύναμους. Μόνο οι μανάδες δε λυγίζουν από το βάρος των παιδιών τους. Είναι ο θησαυρός που προτίμησε η λαχτάρα τους. Μια μέρα συμφοράς κιτρίνισε η χλόη. Μια μέρα καταστροφής που γέρασαν οι άνθρωποι. Χαμήλωσε, νομίζεις, ο ουρανός από τη συννεφιά και από τη θλίψη. Δεν περπατάν τα άστρα. Έχει κρυφτεί ο αυγερινός. Πρόσφυγας ο καημός, κρατάει της μνήμης τα θυμιατήρια. Μαζί με της μοίρας των ανείπωτο ξεριζωμό ταξίδεψε η καρδιά της Μικρασίας σταυρωμένη».
Ιστορική καταγραφή από την καταστροφή του Αϊδινίου: «Εμπρησμός, σφαγή, ατιμωρησία και απαγωγή ήσαν τα μέσα δι’ ων άγρια στήθη κατέστρεψαν το Αϊδίνιον. Το ωραίο Αϊδίνιον κατεστράφη σχεδόν εξ ολοκλήρου υπό πυρκαγιάς. Εκ των κατοίκων αυτού οι περισσότεροι εξ αυτών εφονεύθησαν, άλλοι ετυφεκίσθησαν, άλλοι εσουβλίσθησαν δια πυρρακτωμένον σιδήρων, άλλων επριονίσθη το σώμα και άλλοι άλλα βασανιστήρια υπέστησαν.
Μετά τα γεγονότα του Αϊδινίου είχαν συγκεντρωθεί εν Ναζλί πληθυσμοί 7.000 Ελλήνων προερχομένων εξ Αϊδινίου όπου έλαβον χώραν φοβεραί σκηναί. Τούρκοι ελήστευαν, εφόνευαν, έσφαζαν αδιακρίτως φύλου και ηλικίας, άνω τον 120 εκαήσαν ζώντες και πλείστοι ερρίφθησαν εις τον ποταμόν, ολόκληρος σχεδόν ο πληθυσμός κατεστράφη».
Μαρτυρία Γερμανού δημοσιογράφου ανταποκριτού εκείνη την εποχή: «Το μίσος των Τούρκων κατά των Ελλήνων δεν έχει ορια. Οι διωγμοί επήνεγκον τον θάνατον πολλών χιλιάδων Ελλήνων, ειρηνικών γερόντων και παιδίων, παρέδωκαν εις το πυρ και μετέβαλλον εις τέφραν πολλές δεκάδας ανθουσών πόλεων και χωρίων. Εβρισκόμην κατά τον χρόνο εκείνον κατά τη δολοφονία του Σεράγεβου, εν το νομώ Αϊδινίου χάρην σπουδών και είδον ωμότητας προκαλούσας την δεινήν αγανάκτησίν μου κατά της τουρκικής κυβέρνησης, οίτης ηνείχετο και πολλάκις διευκόλυνεν αγριότητας οια η εξής: Οι γυναίκες παρήλικες ήδη εξεβιάζοντο υπό δεκάδος κτηνωδών και αγρίων στρατιωτών εναλασσομένων. Απίστευτον αλλά απολύτως βέβαιον. Οφείλω να ομολογήσω ότι και ορισμένοι επίσημοι Τούρκοι ηναγκάσθησαν πλέον να ομολογήσουν εκ των υστέρων τας φρικαλεότητας και τας βλεδυρότητας των φοβερών διωγμών».
Δε θα προσθέσω τίποτα περισσότερο. Αλήθεια όμως θα ήθελα τη γνώμη της κ. Ρεπούση, του συμπαθέστατου κ. Μπουτάρη, του βαθυστόχαστου κ. Φίλη για όλα όσα έστω και περιληπτικά αλλά απόλυτα εμπεριστατωμένα αναφέρονται στα ανωτέρω και ιδιαίτερα στην καταγραφή του Γερμανού δημοσιογράφου, που έζησε τη θηριωδία και την τραγωδία της ποντιακής γενοκτονίας.
*Από την έντυπη έκδοση της Metrosprot (20/5)