Ηθελα στον τίτλο του σημερινού σχολίου, που αποτελεί ένα ταπεινό κατευόδιο, σ’ έναν ξεχωριστό άνθρωπο, δίπλα στο… «έφυγε ο σταυραετός του Πόντου», να προσθέσω και ότι… «έφυγε και ένας αγαπημένος φίλος». Κι αυτό για έναν και μόνο λόγο. Για να νιώσω «πιο κοντά του» σ’ αυτόν τον ύστατο χαιρετισμό. Οι αναμνήσεις από τις διαχρονικές σχέσεις αμοιβαίας εκτίμησης θα παραμείνουν άθικτες, αλλά και «φυλαγμένες» από μέρος μου και θα αποτελούν ένα πολύτιμο κομμάτι συναισθημάτων και εμπειριών με τον ξεχωριστό Μεγάλο Έλληνα Πόντιο.
Τον γνώρισα, πριν από κάποιες δεκαετίες σε μια συνάντηση που είχαμε με τον Νίκο Βεζυρτζή, η οποία αφορούσε τότε την αναζήτηση ενός «σχήματος» που θα μπορούσε να δώσει λύση στα αδιέξοδα που βασάνιζαν τον ΠΑΟΚ. Σε αυτή τη συνάντηση ήταν παρών και ο πρωτότοκος γιος του Νικολάκης, ο γνωστός πετυχημένος σκηνοθέτης, που ο τραγικός χαμός του, όπως αποδείχθηκε, στάθηκε ένα φοβερό και συντριπτικό πλήγμα που τσάκισε τον πατέρα του και που έγινε αφορμή ο τελευταίος να «αποκοπεί» τελείως από τη ζωή.
Οπως είναι γνωστό, ο αείμνηστος Νικόλας σκηνοθέτησε το ιστορικό και επετειακό ντοκιμαντέρ για τον ΠΑΟΚ το οποίο ήταν η τελευταία δουλειά του, που δεν επρόκειτο να χαρεί. Έφυγε κι αυτός νικημένος από την επάρατο. Αξίζει να σημειωθεί, ότι, στη διάρκεια των γυρισμάτων του πήρε συνεντεύξεις από 124 «παράγοντες» και «προσωπικότητες» της ασπρόμαυρης οικογένειας. Είχα την τύχη και την τιμή να είμαι ανάμεσά τους. Στη διάρκεια της συνέντευξης που μου πήρε, διάρκειας πάνω από 4 ώρες, περιέργως δεν μου υπέβαλε την παραμικρή ερώτηση. Κι όταν οι συνεργάτες του και υφιστάμενοί του τον ρώτησαν: «για ποιον λόγο;», τους απάντησε ότι «θα μπορούσα απ’ αυτόν τον άνθρωπο να ακούω μέχρι το χάραμα και χωρίς διακοπή όλα αυτά τα τόσα και σημαντικά που γνωρίζει και αφορούν την αγαπημένη μου ομάδα». Ο Νικόλας δυστυχώς έφυγε πριν προλάβει ο ίδιος να χαρεί τη δουλειά του και εγώ πριν προλάβω να τον ευχαριστήσω για την τιμή που μου έκανε, ιδιαίτερα όταν σε σχετική ερώτηση που του έγινε για το ποιος από τους 124 συνομιλητές σού προκάλεσε περισσότερο το ενδιαφέρον, η απάντηση του ήταν: «ο Δημήτρης Μπούζας».
Το συντριπτικό, όπως προαναφέραμε, πλήγμα του θανάτου του πρωτοτόκου γιου του ήταν η αφορμή, όπως όλοι πιστεύουν, που θρυμματίστηκαν οι αντοχές του Χάρρυ Κλυνν. Ο ίδιος πλέον αποφάσισε, σχεδόν αδιαπραγμάτευτα την «εγκατάλειψη» της οποιασδήποτε δραστηριότητάς του. Όσοι τον γνώριζαν -και δεν είναι λίγοι αυτοί- υψηλές προσωπικότητες του χώρου που εκινείτο, συνάδελφοι, φίλοι και στενό περιβάλλον, δεν μπορούσαν να κατανοήσουν πώς αυτός ο χειμαρρώδης, ο ανεπανάληπτα ευφυής, ο αεικίνητος, αυτή η ανεξάντλητη πηγή εμπνεύσεων και δραστηριοτήτων, ξαφνικά έκλεισε έναν κύκλο τόσο απόλυτα και τόσο τραγικά. Ο καλλιτέχνης με τις μεγάλες και παγκόσμιες επιτυχίες, με τον απέραντο θαυμασμό και σεβασμό των συμπατριωτών του, έπαψε να… «υπάρχει» ξαφνικά. Έδειχνε ότι δεν είχε πλέον καμία διάθεση, ούτε καμία «γεύση» ζωής.
Τα πάντα γι αυτόν ήταν προδιαγεγραμμένα και προαποφασισμένα. Η μοίρα του, που τον οδήγησε τόσο ψηλά, δεν είχε γι’ αυτόν πλέον κανένα δικαίωμα και κανέναν ρόλο. Τα πάντα τα φορτώθηκε ο ίδιος και ο ίδιος πήρε και τις τελικές αποφάσεις. Με τον Χάρρυ Κλυνν δεν ήταν λίγες οι φορές που ανταμώσαμε. Οι περισσότερες βέβαια αφορούσαν την πορεία του αγαπημένου του Απόλλωνα. Επί της προεδρίας του τα θρυλικά τσαμούρια έζησαν πολύ μεγάλες στιγμές. Πανέξυπνος, πεισματάρης και με εκπληκτικές εμπνεύσεις ως πρόεδρος, άνοιξε δρόμους πολύ φωτεινούς για τους μέχρι πρότινος άσημους και παραγκωνισμένους Καλαμαριώτες. Μπορεί να έφυγε με κάποιο παράπονο, γιατί οι τελευταίοι δεν τον «είδαν» όπως αυτός τους «είδε» και δεν τον «ένιωσαν» όπως αυτός τους ένιωσε.
Ωστόσο, αυτό δεν επηρέασε ποτέ τα συναισθήματά του για την Καλαμαριά και για τον Απόλλωνα. Για το ποιος ήταν ο Χάρρυ Κλυνν, αυτός ο Μεγάλος Έλληνας Πόντιος, σίγουρα θα έχετε την ευκαιρία να το πληροφορηθείτε με λεπτομέρειες μέσα απ’ όλα τα ΜΜΕ της χώρας. Κι αυτό θα το κάνουν, θέλουν δε θέλουν αυτή τη φορά, για έναν βορειοελλαδίτη, που πέρασε το κατώφλι των θρύλων. Προσωπικά νιώθω θλίψη για τον χαμό ενός αγαπημένου φίλου. Πιστεύω ότι το ίδιο θα νιώθουν όλοι οι Έλληνες οι οποίοι δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσουν τον ανεπανάληπτο (το επαναλαμβάνω) καλλιτέχνη, που άπειρες φορές πέρασε το κατώφλι του σπιτιού τους και μπήκε μέσα και αγκάλιασε με το θεϊκό ταλέντο του και ψυχαγώγησε τους ίδιους και τις οικογένειές τους.
Καλό ταξίδι φίλε. Ο Θεός να αναπαύσει την ψυχούλα σου και μην ξεχνάς, εκεί που θα πας όταν ανταμώσεις τον αγαπημένο μας Νικόλα να του πεις από μέρος μου ένα μεγάλο ευχαριστώ που του χρωστάω για τη μεγάλη τιμή που μου έκανε και δεν πρόλαβα να του το πω. Κι αυτό γιατί ο μεγαλοδύναμος σας πήρε απροειδοποίητα -αλλά και άδικα- κοντά του. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα σε σκεπάσει.