Είναι η ζωντανή ιστορία του Παναθηναϊκού. Μια πραγματική σημαία του συλλόγου. Ο Μίμης Δομάζος ήταν για ακόμα μια φορά απολαυστικός, μιλώντας στο Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ο «στρατηγός» των πρασίνων που πέρα από την κατάκτηση πρωταθλημάτων, έχει φτάσει με το τριφύλλι ως τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1971, μίλησε εφ' όλης της ύλης. Μεταξύ άλλων μίλησε για την βία στα ελληνικά γήπεδα, αλλά και για τον τρόμο που ο ίδιος προκάλεσε σε αστέρες της εποχής.
Αναλυτικά:
«Για να πάρουμε τότε κάρτα έπρεπε ο άλλος να σου κόψει το κεφάλι. Στην αρχή παίζαμε με μπάλα με κορδόνι. Έτρωγες μία και μπορεί να σου άνοιγε και το κεφάλι. Ήξερα ποιος θα με μαρκάρει και προετοιμαζόμουν από τη Δευτέρα. Μου έστελναν δύο παίκτες. Το κεφάλι μου ήταν computer. Είχα πνευμόνια.. Ήμουν σαν τον ταυρομάχο. Τους πήγαινα εκεί που ήθελα για να τους εξουθενώσω και μετά τους ?τελείωνα?».
Για την κορυφαία στιγμή του στους αγωνιστικούς χώρους: «Αδιαμφισβήτητα το Wembley. Μας έμαθε όλος ο κόσμος. Όχι μόνο εμάς τους παίκτες και τον Παναθηναϊκό αλλά και το ελληνικό ποδόσφαιρο!».
Για την χειρότερη: «Όταν μας έδιωξαν με τον Αντωνιάδη από τον Παναθηναϊκό. Είχα φτάσει 36 και νόμιζαν ότι εγώ τελείωσα. Κι όμως πήγα στην ΑΕΚ και η ΑΕΚ πήρε και το πρωτάθλημα. Μετά ήρθε ο Βαρδινογιάννης πρόεδρος, ξαναγύρισα και τέλειωσα την καριέρα μου στον Παναθηναϊκό».
Για το αν μετανιώσει για κάτι: «Μια στιγμή που δεν ήθελα να φτάσω ήταν όταν τσακώθηκα με τον Ομοσπονδιακό Νταν Γεωργιάδη (σ.σ. κατέβηκε για πρωινό φορώντας άλλη μπλούζα αφού δεν βρήκε το φούτερ της εθνικής έξω από την πόρτα του δωματίου στο ξενοδοχείο) και δεν έπαιξα στο Ελλάδα-Ρουμανία (2-2). Για ένα γκολ πήγαν οι Ρουμάνοι στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Μεξικού. Αν πήγαινε τότε η εθνική στο Μεξικό, πολλά παιδιά από εμάς θα έπαιζαν στο εξωτερικό. Εκείνη η εθνική ήταν η καλύτερη όλων των εποχών. Ακόμη κι από αυτή που κατέκτησε το Euro 2004. Έπρεπε να άφηναν τον Κώστα Καραμπατή στη θέση του Ομοσπονδιακού, μετά την ήττα με 1-0 στη Βασιλεία. Πήγαμε να μπούμε στο πούλμαν, ήταν εκεί η γυναίκα του Ασλανίδη (ο τότε γγ Αθλητισμού), η γυναίκα του προέδρου της ΕΠΟ του Δέδε και μια φίλη της και κάπνιζαν. Ο Καραμπατής τις κατέβασε από το πούλμαν: ?Εδώ είναι ιερός ο χώρος. Θα μπουν οι ποδοσφαιριστές μέσα?. Δεν πρόλαβε να έρθει στην Ελλάδα και τον είχαν απολύσει. Ήταν χούντα τότε».
Για τα αστέρια της εποχής και την σχέση του μαζί τους: «Με φοβόντουσαν αυτοί, δεν τους φοβήθηκα ποτέ! Ο Πελέ πήγε να μου βγάλει τα μάτια! Αλλού πήγα εγώ, αλλού πήγε η μπάλα, με τη Σάντος, κι επειδή τον... κορόιδεψα, μου έχωσε τα δυο δάχτυλα στα μάτια, όπως τον περίμενα στη σέντρα. Ζαλίστηκα για λίγα δευτερόλεπτα και μετά του είπα κάτι... γαλλικά».
Για τον προπονητή που τον σημάδεψε: «Τον Φέρεντς Πούσκας. Μας έδωσε αυτό που δεν είχαμε: την αξιοπρέπεια. Μας είπε 11 παίζουν αυτοί, 11 παίζετε κι εσείς. Αν χάσετε δεν θα σας ακούσει κανείς, αν κερδίσετε όμως θα σας ακούσει όλος ο κόσμος. Είχε βέβαια και απίστευτο αριστερό πόδι! Κι ο Μέσι που έχει το πόδι το καλό, δεν είναι σαν του Πούσκας. Πηγαίναμε στο κλειστό της Λεωφόρου κι έβαζε καλάθι με το πόδι».
Για τις διαφορές τότε και τώρα και τι προτείνει ο ίδιος: «Τότε, ο κόσμος ερχόταν για τους παίκτες πιο πολύ κι όχι για τις ομάδες. Από τις 12:00 γέμιζε το γήπεδο, εισιτήριο δεν έβρισκες 15 ημέρες. Άλλος έπαιρνε το τάβλι του, άλλος ένα σάντουιτς. Αν γινόταν κάποια φασαρία, σηκωνόταν κάποιος και τον σταματούσε. Δεν υπήρχαν φωτοβολίδες. Υπήρχαν οι πλάκες και οι καζούρες. Αν χάναμε από τον Ολυμπιακό -όταν έπαιζα εγώ ήταν λιγοστές αυτές οι φορές- δεν έβγαινα 3 ημέρες από το σπίτι. Οι φίλαθλοι βάζανε σημαίες του Ολυμπιακού σε νεκροφόρα και κάνανε κηδεία. Τέτοιες πλάκες γινόντουσαν. Να κάτσουν όλοι οι πρόεδροι σε ένα τραπέζι και να βρουν λύση. Για χάρη του ποδοσφαίρου και γι? αυτούς τους ιδίους που βάζουν τα λεφτά τους. Θα αρχίσει το νέο πρωτάθλημα και οι 4 ομάδες θα παίζουν χωρίς κόσμο. Οι πρόεδροι μόνο μπορούν να βρουν τη λύση. Να μην ασχολούνται με τη διαιτησία. Φοβάσαι να πας στο γήπεδο πλέον».
Για την θέση που κατέχει το ποδόσφαιρο στην ζωή του: «Η ζωή μου! Πολλοί με παρότρυναν να ασχοληθώ ενεργά με την πολιτική. Τους απαντούσα πάντα: Ποδοσφαιριστής γεννήθηκα... ποδοσφαιριστής θα πεθάνω!».