Δεν είναι συνειδητή επιλογή του Ιβάν Σαββίδη ο «αφελληνισμός» της ομάδας. Το αντίθετο θέλει και πολλές φορές το επιδίωξε. Να παίζουν στον ΠΑΟΚ πολλοί Ελληνες. Ισως όχι η... Εθνική Ελλάδας, που, όταν ανέλαβε την ΠΑΕ, προσπάθησε να φέρει στην ομάδα, αλλά πολλά «ελληνάκια», είτε με μεταγραφές, είτε με προώθηση από τις ομάδες των ακαδημιών.
Οταν του υπέδειξε ο Ιβιτς τον Λημνιό, ως ανερχόμενο ταλέντο, ευχαρίστως διέθεσε περισσότερα από 700 χιλιάρικα για να τον φέρει στον ΠΑΟΚ. Αλλους 10 Λημνιούς να του υποδείκνυαν, θα τους έπαιρνε κι αυτούς. Γουστάρει ο Σαββίδης να είναι ελληνική ομάδα ο ΠΑΟΚ. Γουστάρει πιο πολύ από τον καθένα. Αλλά, τα τελευταία χρόνια, μένει με την επιθυμία και ξοδεύει τα χρήματά του για στρατιές ξένων, οι περισσότεροι από τους οποίους δεν προσφέρουν. Παράλληλα, βλέπει ότι όλοι οι προπονητές, με εξαίρεση –εν μέρει- τον Ιβιτς, απαξιούν να ασχοληθούν με τους πιτσιρικάδες που προέρχονται από τα σπλάχνα της ομάδας.
Να φέρουμε ένα παράδειγμα: Παναγιώτης Δεληγιαννίδης. Το παλικαράκι «φωνάζει» ότι «το έχει». Οτι αξίζει. Οτι μπορεί. Οτι έχει πολύ μέλλον. Οποτε χρησιμοποιήθηκε, έδειξε ότι έχει προσόντα. Αν δεν το βάλεις να παίξει κι αν δεν επιμείνεις, δεν πρόκειται ποτέ να φτάσει εκεί που μπορεί, ή, έστω, να αποδείξει ότι μπορεί να φτάσει ψηλά. Με το να χρησιμοποιείται ελάχιστα, καμία πρόοδο δεν θα έχει και κανείς ποτέ δεν θα μάθει αν ο ΠΑΟΚ έχασε την ευκαιρία να αναδείξει έναν μεγάλο άσο. Τα ίδια μπορεί κανείς να πει για τον Λημνιό (χωρίς, πάντως, να έχουμε ακόμη ολοκληρωμένη άποψη για τα προσόντα του), αλλά θα έλεγα ακόμη και για τον Πέλκα.
Οταν παίζει ο Πέλκας και δεν πάει καλά, συνήθως αμέσως μετά κάθεται στον πάγκο. Με τους ξένους, όμως, που πληρώθηκαν πιο ακριβά, δεν συμβαίνει το ίδιο. Ο Κάμπος, ας πούμε, ή ο Τσίμιροτ, δύσκολα βγαίνουν από την ομάδα και ας έρχονται παιχνίδια που «σέρνονται».
Είναι προφανές ότι τα «ελληνάκια» αντιμετωπίζονται διαφορετικά. Λες και γράφει κάπου-κάπου ότι πρέπει οι προπονητές να έχουν στα ώπα-ώπα τους ξένους, επειδή κόστισαν περισσότερα, ή επειδή αποκτήθηκαν με δική τους εισήγηση. Δυστυχώς, μπαίνει στη μέση και ο εγωισμός. Θέλουν, σώνει και καλά, να αποδειχτεί ότι όλες οι δικές τους μεταγραφές είναι πετυχημένες. Θυμηθείτε τον ανεκδιήγητο τον Τούντορ, που προσπαθούσε με το στανιό να μας πείσει ότι είναι παικταράς εκείνος ο απίθανος ο Σάμπο. Απαράδεκτο.
Ο άπειρος Στανόγεβιτς, που ανέλαβε ευθύνες και στόχους υπεράνω των δυνάμεών του και της αυτοεκτίμησής του, έφτασε στο σημείο να δημιουργήσει... δύο ΠΑΟΚ. Τον ΠΑΟΚ των ξένων, που ήταν οι βασικοί και τον ΠΑΟΚ των Ελλήνων, που ήταν οι αναπληρωματικοί. Γιατί το έκανε; Γιατί δεν τον ένοιαζε η δουλειά σε βάθος. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να πετύχει και φαντάστηκε ότι θα πετύχει αν ποντάρει σχεδόν αποκλειστικά στους πιο έμπειρους, που, εν πολλοίς, είναι οι ξένοι. Με προπονητή που τρέμει το φυλλοκάρδι του, σοβαρή δουλειά δεν μπορεί να γίνει σε καμία ομάδα. Και σοβαρή δουλειά σημαίνει να επιτυγχάνεις τους στόχους σου, αλλά ταυτόχρονα να «παράγεις» και παίκτες για να «χτίζεις» το μέλλον σου. Αυτό είναι το δύσκολο. Αλλά για να επιτευχθεί το δύσκολο χρειάζεται να υπάρχει προπονητής μάγκας, που δεν θα είναι ανασφαλής και θα μπορεί να διαχειρίζεται όλες τις καταστάσεις με μαεστρία και ευφυία.
Ιδού, λοιπόν, η Ρόδος για τον Ραζβάν Λουτσέσκου, ιδού και το πήδημα. Οταν το αφεντικό σού υπογράφει συμβόλαιο για δύο συν ένα χρόνια, σού δείχνει ότι σε πιστεύει. Κι αυτό που περιμένει από εσένα δεν είναι να βλέπεις μόνο τη νίκη σε κάθε ματς, αλλά και το μέλλον της ομάδας, με την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση του έμψυχου δυναμικού και πολύ μεγάλη φροντίδα για τους νεαρούς ποδοσφαιριστές. Ας μην το ξεχάσει αυτό ούτε για μια στιγμή ο Ρουμάνος.