Είναι αδύνατο να νικήσεις την αλήθεια. Νομοτελειακά έρχεται η στιγμή όπου αυτή αναδεικνύεται με τον πλέον σκληρό τρόπο. Αυτό έγινε στον τελικό του Κυπέλλου Ελλάδας. Και πλέον ο Άρης θα πρέπει να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα, να ερμηνεύσει σωστά τα μηνύματα και να επενδύσει στο μέλλον.
Η κατάκτηση του Κυπέλλου Ελλάδας στοιχειοθετούσε έναν στόχο πέραν των πραγματικών δυνάμεων του. Αυτό αποδείχθηκε εντός των τεσσάρων γραμμών με τον πλέον γλαφυρό τρόπο. Οι «κίτρινοι» δεν είναι έτοιμοι για να τοποθετήσουν τον πήχη σε υψηλότερο σημείο. Δεν έχουν τα συστατικά που απαιτούνται για το καλύτερο αποτέλεσμα. Δεν διαθέτουν τους φυσικούς ηγέτες, τους πρωταγωνιστές, τα πρόσωπα που θα τους οδηγήσουν σε άλλο επίπεδο. Η δύναμη της ψυχής δεν αρκεί.
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι απέναντι σε ομάδες υψηλού επιπέδου περιορίζονται κάτω από τους 60 πόντους. Για την ακρίβεια, στις τέσσερις αναμετρήσεις τους κόντρα σε Παναθηναϊκό και Ολυμπιακό, έχουν 58,7 πόντους κατά μέσο όρο. Λόγω ρόστερ, υποχρεωτικά επενδύει στο τρίποντο και στον τελικό σούταρε με ποσοστό 24%.
Ως ένα βαθμό, ο Άρης μοιάζει όμηρος των επιλογών του, των λανθασμένων (αρχικών) αγωνιστικών κατευθύνσεών του. Οι κινήσεις που έγιναν στην πορεία του χρόνου με σκοπό να αλλάξουν την εικόνα – βάσει εικόνας, απόδοσης και αποτελεσμάτων – αποδεικνύονται ανεπαρκείς επί της προσδοκίας ανατροπής των ισχυόντων δεδομένων εντός των ελληνικών συνόρων.
Η Ευρώπη και στο Basketball Champions League στοιχειοθετούν διαφορετική περίπτωση. Εκεί το επίπεδο είναι παραπλήσιο αυτού του Άρη. Εκεί μπορεί να διεκδικήσει τη διάκριση, αλλά παραμένει μια ομάδα για την οποία ουδείς μπορεί να… βάλει το χέρι του στη φωτιά. Σε κάποιες περιπτώσεις τον «καταδικάζει» η αγωνιστική αστάθειά του. Το γεγονός ότι στερείται παρουσιάζει αξιοσημείωτες αυξομειώσεις στην απόδοσή του από παιχνίδι σε παιχνίδι αλλά ακόμη και στη διάρκειά του.