Οσο περνάνε οι μέρες με τις τράπεζες κλειστές, τις ουρές στα ΑΤΜ, την αγωνία των συνταξιούχων για το αν θα μπορέσουν να βγάλουν λίγα χρήματα για να αγοράσουν τα φάρμακά τους, τόσο η αγωνία των Ελλήνων πολιτών μεγαλώνει.
Οσο περνάνε οι μέρες και οι εταίροι-δανειστές σκληραίνουν περισσότερο την στάση τους, δεν συζητάνε ούτε σενάρια που εμείς θεωρούμε απόλυτη καταστροφή για την χώρα μας, αλλά, μέχρι και πριν από λίγες μέρες, πιστεύαμε ότι αυτούς θα τους ικανοποιούσαν, τόσο ο φόβος των Ελλήνων πολιτών μεγαλώνει.
Οσο περνάνε οι μέρες και η κατάσταση στον τουρισμό, τον μοναδικό τομέα από τον οποίο η χώρα μπορεί να ελπίζει σε έσοδα, γίνεται όλο και πιο εφιαλτική με τις καθημερινές ακυρώσεις από το εξωτερικό, το ερώτημα «σε τι μπορούμε να ελπίζουμε» υπάρχει στα χείλη όλο και περισσότερων Ελλήνων πολιτών.
Οσο περνάνε οι μέρες και κανένας από την κυβέρνηση δεν μας δίνει μία σαφή απάντηση σε ερωτήματα όπως «πού πάμε, ποιο είναι το σχέδιο, τι έχετε στο μυαλό σας, πώς σκοπεύετε να διαχειριστείτε αυτή την κατάσταση», τόσο πιο πολύ τρομάζουν οι Ελληνες πολίτες.
Οι εικόνες που παρακολουθούμε είναι εφιαλτικές. Οσο κι αν θέλει κάποιος να σκεφτεί κάτι άλλο, το πρώτο πράγμα που του έρχεται στο μυαλό είναι ότι δεν αξίζει στους πατεράδες και στις μανάδες μας να περνάνε αυτό τον εξευτελισμό. Δεν δουλέψανε όλη τη ζωή τους, δεν χτίσανε με κόπο ό,τι χτίσανε για να τους τα παίζει κάποιος σε μια ζαριά, σε μια παρτίδα πόκερ.
Δεν αξίζει ούτε σε κάποιους από εμάς, που δουλέψαμε σκληρά τα τελευταία 20-30 χρόνια, που έχουμε μια επαγγελματική διαδρομή, μια οικογένεια, ανθρώπους οι οποίοι εξαρτώνται και περιμένουν από εμάς, να ξεφτιλιζόμαστε περιμένοντας έξω από μια τράπεζα, επειδή κάποιοι δεν έλαβαν τα μέτρα τους ώστε να μην συμβεί ποτέ αυτό.
Δεν μας αξίζει, όσα λάθη κι αν έχουμε κάνει, όσο κορόιδα κι αν πιαστήκαμε, όσο κι αν πιστέψαμε σε δημαγωγούς, σε ψεύτες, σε ιδεοληπτικούς, σε επαγγελματίες της πολιτικής που μας υφαρπάξανε την ψήφο, να ανεχόμαστε να μας κοροϊδεύουν ακόμη και τώρα.
Ακόμη και τώρα που γκρεμίστηκαν τα πάντα. Ακόμη και τώρα που δεν είναι τίποτε όπως ήταν πριν. Ακόμη και τώρα που έχουν αλλάξει τα πάντα στη ζωή μας. Ακόμη και τώρα που –όσοι νιώθουν το καταλαβαίνουν ότι- η πληγή που άνοιξε είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή που υπήρχε.
Γιατί δεν απαιτούμε την αλήθεια; Γιατί δεν απαιτούμε να μας εξηγήσουν με κάθε λεπτομέρεια τι ακριβώς κάνουν, πού ακριβώς το πάνε, πόσο θα κρατήσει ο εφιάλτης, με ποιον τρόπο θα δημιουργηθούν συνθήκες επαναφοράς;
Γιατί αφήνουμε να μας παρασύρει ο φανατισμός, γιατί οχυρωνόμαστε πίσω από ακραίες θέσεις, γιατί δεν επιτρέπουμε στον απέναντί μας να έχει την άποψή του και ανάλογα με το τι υποστηρίζει, του αποδίδουμε και κάποιον χαρακτηρισμό;
Λέω συνεχώς τις τελευταίες μέρες «ο Θεός να βάλει το χέρι του». Δεν το λέω από συνήθεια, αλλά γιατί δεν εμπιστεύομαι κανέναν. Γιατί κανένας δεν με πείθει για τον πατριωτισμό του, κανένας δεν με πείθει ότι νοιάζεται πραγματικά για τον λαό.
Γιατί οι περισσότεροι από αυτούς που κρατάνε τις τύχες μας στα χέρια τους, μου δίνουν την εντύπωση ότι νοιάζονται μόνο για τον εαυτό τους και για το αν θα επιβιώσουν πολιτικά ή αν θα εξαφανιστούν από προσώπου γης.
Γιατί –και δεν με νοιάζει αν σας λέει κάτι ή αν σας είναι παντελώς αδιάφορο, αφού, πράγματι, είναι εντελώς υποκειμενικό- κάτι έχει σπάσει μέσα μου από την στιγμή που άκουσα ότι κλείνουν οι τράπεζες.
Και έσπασε κάτι μέσα μου επειδή δεν το περίμενα να συμβεί έτσι. Ηλπιζα ότι θα υπάρχουν κάποιοι πραγματικοί άντρες, οι οποίοι θα φρόντιζαν να εξηγήσουν στο λαό ότι υπάρχει και αυτό το ενδεχόμενο και ότι είναι έτοιμοι να το αντιμετωπίσουν με συγκεκριμένους τρόπους, τους οποίους θα είχαν –εκ των προτέρων- περιγράψει.
Όχι να διαβεβαιώνουν τους πολίτες ότι αυτό αποκλείεται να συμβεί και ένα ωραίο βράδι να μας φέρουν προ τετελεσμένων γεγονότων.
Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ αυτό δεν πρόκειται ποτέ να τους το συγχωρήσω..