Δεν είναι η πρώτη φορά και σίγουρα δε θα είναι ούτε η τελευταία από τη στιγμή που ανεμπόδιστα και σε βάθος δεκαετιών η απονομή «δικαιοσύνης»… στο χώρο του αθλητισμού και συγκεκριμένα σε αυτό τον σκοτεινό και πολύπαθο του ποδοσφαίρου, γίνεται με τριτοκοσμικές διαδικασίες τύπου… Απαρτχάιντ και μακριά από μια, έστω, και στοιχειώδη ισονομία.
Το πειθαρχικό δίκαιο και η εφαρμογή του στο συγκεκριμένο χώρο αποτελούσε ένα μελανό στίγμα και μια μεγάλη ντροπή. Οι κοτσαμπάσηδες του παρελθόντος (οι σημερινοί χαλίφηδες) ελέγχοντας το σύμπαν έκοβαν και έραβαν τα πάντα στα μέτρα τους. Διόριζαν, απέλυαν τους «δικαστές» που συμμετείχαν στις πειθαρχικές επιτροπές φροντίζοντας η σύνθεσή τους να έχει πάντοτε τσιμενταρισμένη την απαραίτητη πλειοψηφία. Κάτι που το διασφάλιζαν άνετα από τη στιγμή που είναι οι ίδιοι που διόριζαν, προφανώς και πλήρωναν τους μισθούς των συμμετεχόντων και ιδιαίτερα προθύμων δικηγόρων.
Οι τελευταίοι συμμετείχαν σε αυτές τις επιτροπές όχι ουσιαστικά αλλά εικονικά, απλά για να νομιμοποιούν τις αποφάσεις οι οποίες είχαν ληφθεί πριν ακόμη και από τη σύσκεψη και διερεύνηση της κάθε υπόθεσης, γιατί αυτό ήταν έργο των αφεντικών που αποφάσιζαν. Ούτε κατά διάνοια μπορούσαν να αλλάξουν κάτι, προφανώς γιατί δεν είχαν ούτε την δύναμη ούτε την ηθική, αλλά και το κυριότερο επειδή ήταν υπάλληλοι των μεγαλοπαραγόντων εκείνης της εποχής. Αυτό το ντροπιαστικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης στο χώρο του ποδοσφαίρου κράτησε αρκετό καιρό και ελαφρώς ταρακουνήθηκε υπό το βάρος της πίεσης της κοινής γνώμης που είχε πλέον αηδιάσει και απαυδήσει.
Ετσι, υπήρξε μια οπισθοχώρηση του συστήματος με τον διορισμό συνταξιούχων δικαστών, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι θα είχαν και την απαραίτητη πλειοψηφία οι τελευταίοι. Δυστυχώς πολύ σύντομα αποδείχθηκε πως και αυτή η… βελτίωση και διαφοροποίηση δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Συνεχίστηκαν τα ίδια, σκανδαλώδεις και προκλητικές αποφάσεις κατ’ εξακολούθηση. Όταν το πράγμα παράγινε και ξεχείλωσε, επιχειρήθηκε μια νέα μεταβολή και τροποποίηση που θεωρήθηκε αρχικά ριζική και ελπιδοφόρα.
Αποφασίστηκε η συμμετοχή τακτικών εν ενεργεία δικαστών προς αντικατάσταση των συνταξιούχων με προφανή σκοπό να δυσκολεύονται τα αφεντικά από το παρασκήνιο να βρουν σημεία επαφής και το κυριότερο επηρεασμού στις ενισχυμένες νέες επιτροπές. Βεβαίως ήταν μια απόφαση που έδινε κουράγιο και ελπίδες ότι θα άλλαζαν πολύ προς το καλύτερο οι σκοτεινές μέχρι πρότινος τριτοκοσμικές διαδικασίες. Δυστυχώς όμως εκ του αποτελέσματος και όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα οι περισσότερες νέες αποφάσεις κατέληγαν μονόπαντα σε δικαιώσεις των εκάστοτε ισχυρών που εκπροσωπούσαν προκλητικά μάλιστα το ποδοσφαιρικό κατεστημένο. Οι διαμαρτυρίες των αδικημένων δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα.
Το ίδιο και οι κάποιες -ασθενείς όμως- αντιδράσεις της κοινής γνώμης. Οι σύγχρονοι «δικαστές» στις αντιδράσεις για τις εξόφθαλμες, περίεργες και ως ένα σημείο άδικες αποφάσεις τους, είχαν έτοιμη πλέον τη δικαιολογία ότι οι ίδιοι απλά εφάρμοζαν τους υπάρχοντες κανονισμούς. Τους οποίους σημειωτέον όμως τους είχε κόψει και ράψει στα μέτρα του παρασκηνίου ένας δικηγόρος που κατά τραγική σύμπτωση σήμερα διώκεται και μάλιστα κακουργηματικά!
Το υποστήριζαν μάλλον αφελώς, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι έτσι έδιναν την εικόνα ότι δεν απένειμαν δικαιοσύνη, αλλά εφάρμοζαν υποχρεωτικά τα όσα είχαν μπροστά τους έτοιμα και μέσα σε ένα κλισέ από το οποίο δεν μπορούσαν να απομακρυνθούν. Ασχετα αν αυτό προκαλούσε κατάφωρα το κοινό περί δικαίου αίσθημα, τη στιγμή κατά την οποία η όλη υπόθεση δεν τους έδινε ένα τέτοιο δικαίωμα. Τα στοιχεία που υπήρχαν δεν άφηναν περιθώρια αποστροφής και απομάκρυνσης από τα πραγματικά γεγονότα. Με αυτό το άλλοθι της αναγκαστικής προσαρμογής τους στους υπάρχοντες κουρίδειους κανονισμούς, ουσιαστικά αυτοακύρωναν τη σοβαρή ευθύνη και αποστολή τους. Με απλά λόγια, αποδέχονταν χωρίς να το καταλάβουν ότι δεν απονέμουν δικαιοσύνη, αλλά απλά εφαρμόζουν κανονισμούς.
Έτσι και για να το μαζέψουμε αλλά και να το συγκεκριμενοποιήσουμε, αναφερόμαστε σε ό,τι φοβερό και ανομολόγητο συνέβη πέρυσι με τακτικούς δικαστές οι οποίοι έκριναν μία καθοριστικότατη και πολύ σημαντική απόφαση με διαδικασίες μέσα από τις οποίες προέκυψε μια πρόθεση να αγνοήσουν σοβαρές αποδείξεις, καταθέσεις βασικών και αυτοπτών μαρτύρων, να αφήσουν στην άκρη τεκμήρια και ντοκουμέντα μεγάλης σημασίας και κατά συρροή να απαξιώσουν τις όποιες προσπάθειες έγιναν ώστε σε αυτή την καθοριστική απόφασή τους να υπάρχει το αληθές και το αδιάβλητο των γεγονότων.
Η κ. Σκολαρίκη, ο κ. Σκουτέρης πιθανόν ο κ. Καποδίστριας και κάποιοι άλλοι θεσμικοί συνέπραξαν ώστε το πρωτάθλημα του 2018 να χαριστεί στη δευτεραθλήτρια ομάδα και όχι σε αυτήν που νομίμως το διεκδίκησε και προκλητικώς και παρανόμως της αφαιρέθηκε. Όσο για τις επιλεκτικές ευαισθησίες του κ. Σιμιτζόγλου με τη δίωξη στην οποία προσέφυγε σε βάρος του Λουτσέσκου, ουδείς λόγος και ουδείς ψόγος. Θεωρούμε άδικο κόπο να του υπενθυμίσουμε και να του ζητήσουμε εξηγήσεις για περιπτώσεις τις οποίες δύσκολα ξεχνά ο Ελληνας ποδοσφαιρόφιλος όπως αυτές του Μιραλάς, των ΜΑΟ-ΜΑΟ του Μελισσανίδη, τα περί δικτατορίας του Μαρινάκη, τις κατά συρροή δυσφημήσεις του αθλήματος από το γραφικό Θεοδωρίδη, το «Βούλγαροι- Βούλγαροι» και τόσων άλλων σοβαρών παρεμβάσεων που όμως δεν τον ενόχλησαν.
Με δυο λόγια θα λέγαμε πως θα πρέπει να αφαιρέσουμε το χαρακτηρισμό «δικαιοσύνη» από την εφαρμογή των κανονισμών του πειθαρχικού δικαίου στο ποδόσφαιρο, γιατί κάτι τέτοιο προσβάλλει την έννοια την υψηλής αποστολή της. Βάλτος λοιπόν από παλιά, ομίχλη στη συνέχεια και αυταπάτες σήμερα. Αυτό το τρίπτυχο κλείνει τις απόψεις μας, αλλά νομίζουμε και όλων των υγιών σκεπτομένων Ελλήνων για τη λειτουργία ενός θεσμού ο οποίος βρίσκεται στα χειρότερά του.
ΥΓ: Φαίνεται πως η επιλογή του συμπαθέστατου Μέλο Περέιρα με τον πρώτο Ελβετό δεν είχε καλή εξέλιξη. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι υπήρξε τραυματισμός του (και όχι μάτισμα) και αντικατάστασή του. Εμείς θέλουμε να πιστεύουμε ότι ο Πορτογάλος αρχιδιαιτητής το σκέφτηκε πολύ σοβαρά και ότι έκανε μια δεύτερη προσπάθεια για να απαλλαγεί από τον φόβο πώς θα τα κατάφερνε ο Ελβετός που ακόμη δεν έχει συμπληρώσει το αγροτικό του ως διαιτητής.
Από την έντυπη έκδοση της Metrosport (29/9)