Ο ΠΑΟΚ πήρε εύκολα το τρίποντο στη Λάρισα, «σκαρφάλωσε» στη δεύτερη θέση της βαθμολογίας, μεγάλωσε το σερί του με 11 νίκες στα τελευταία 12 ματς (με γκολ... 31-2!) και αν διατηρηθεί σταθερά σ’ αυτή την κατάσταση ίσως όντως έρθει η στιγμή που θα κάνει όνειρα για την υπέρβαση. Ηδη, από τη δεύτερη θέση όλα φαίνονται πιο ωραία...
O,τι είδαμε στο πρώτο ημίχρονο, ήταν έμπνευση του Γιάννη Μυστακίδη. Εκανε το μπάσιμο, έχασε κατ’ αρχήν την μπάλα, την κέρδισε πάλι, «κεραυνοβόλησε» τον Ξενοδόχοφ και πέτυχε ένα παλικαρίσιο γκολ, 100% δικό του, χωρίς τη μεσολάβηση κανενός άλλου συμπαίκτη του.
Ο Μπίσεσβαρ θα μπορούσε να «σφραγίσει» τη νίκη αν τελείωνε σωστά έναν ωραίο συνδυασμό στο 34’, αλλά δεν βρήκε εστία. Ωστόσο, ο ΠΑΟΚ έδειχνε ότι «πατάει» καλά στο χόρτο, δεν κινδύνευε και, μολονότι δεν δημιουργούσε ευκαιρίες, ήλεγχε απόλυτα το παιχνίδι. Κι αν ο θαυμάσιος χθες Τσίμιροτ δεν στεκόταν άτυχος, όταν έστειλε την μπάλα με ένα υπέροχο σουτ στο Γάμα των δοκαριών της ΑΕΛ, ουσιαστικά το ματς θα είχε ήδη λήξει.
Με το τέλος του πρώτου ημιχρόνου, η λογική σκέψη που μπορούσε να κάνει κανείς ήταν ότι ο ΠΑΟΚ θα διαχειριστεί το προβάδισμά του, θα πάει το ματς έως το τέλος προσεκτικά και, φυσικά, θα επιδιώξει να «χτυπήσει» με ένα δεύτερο γκολ, για να μη θέσει σε αμφισβήτηση το κέρδος των τριών βαθμών.
Αυτό ακριβώς έγινε με το ξεκίνημα του δευτέρου ημιχρόνου, με δεδομένο, μάλιστα, ότι οι παίκτες της ΑΕΛ μπήκαν στο γήπεδο αποφασισμένοι να πουλήσουν ακριβά το τομάρι τους, παίζοντας πιο δυνατά, έως και σκληρά, με την ανοχή του Μάνταλου. Μόνο που, στην πιο κατάλληλα στιγμή, με τη συμπλήρωση μιας ώρας αγώνα, ήρθε ο Μάτος να βάλει τη δική του σφραγίδα, «γράφοντας» το 0-2 με ωραία καρφωτή κεφαλιά, μετά την εξαιρετική εκτέλεση φάουλ από τον Μπίσεσβαρ. Ολα τα υπόλοιπα, έως τη λήξη, είχαν μόνο διαδικαστικό χαρακτήρα...
Σε τέτοιες περιπτώσεις, είναι άδικο να ξεχωρίζεις παίκτες για την απόδοσή τους. Ολοι οι παίκτες του ΠΑΟΚ ήταν περίφημοι χθες, αλλά πιστεύω ότι πιο πολλά πρόσφεραν ο Τσίμιροτ και ο Μπίσεσβαρ. Ο ένας και ανασταλτικά και δημιουργικά, ο άλλος με την ηρεμία, την απλότητα στις κινήσεις του και με τις εύστοχες μεταβιβάσεις του.
Η απέραντη μοναξιά του φορ του ΠΑΟΚ
Είτε χάνει, είτε κερδίζει ο ΠΑΟΚ, είτε παίζει καλά, είτε όχι, είναι να λυπάσαι τον παίκτη που παίζει «κορυφή». Χθες, στη Λάρισα, ο φορ λεγόταν Κουλούρης, έως το 74’, που αντικαταστάθηκε, για να «φορτώσει» χρόνο συμμετοχής ο Πρίγιοβιτς. Ο Κουλούρης, λοιπόν, δεν πήρε ούτε μία πάσα για να βγει σε θέση βολής, παρά τη συντριπτική υπεροχή του ΠΑΟΚ στην κατοχή της μπάλας στο μεγαλύτερο διάστημα του αγώνα. Δύο μακρινά σουτ έκανε όλο κι όλο κι άλλη μια φορά προσπάθησε να σκοράρει, παίρνοντας το ριμπάουντ μετά από τυφλή απόκρουση αμυνόμενου της ΑΕΛ.
Το ζητούμενο είναι σαφώς να κερδίζει η ομάδα. Κι όταν κερδίζει, είναι όλα καλά. Απλά, επισημαίνω, για πολλοστή φορά, την επανάληψη του μόνιμου φαινομένου των δύο τελευταίων χρόνων που λέγεται «η απέραντη μοναξιά του φορ του ΠΑΟΚ». Την ένιωσε, έστω για 15 λεπτά, και ο Πρίγιοβιτς. Ακούμπησε μόνο μια φορά την μπάλα για να κάνει ατομική προσπάθεια. Μακάρι να μην έρθει η στιγμή να αναρωτιόμαστε αν και αυτός είναι «άμπαλος»...
Ελληνική ψευτο-μαγκιά με ελληνική ανοχή...
Ολοι απολαμβάνουν το ποδόσφαιρο όταν είναι ωραία η ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι φίλαθλοι. Μόνο που στην Ελλάδα είμαστε ακόμη δεκαετίες πίσω στην αντίληψη περί του τι εστί «ωραία ατμόσφαιρα» στα γήπεδα. Η εικόνα μιλά μόνη της. Τα βεγγαλικά στριφογυρίζουν πάνω από τον Μαλεζά. Αυτοί που τα πέταξαν αδιαφορούν για το αν θα κινδυνεύσουν κάποιοι ποδοσφαιριστές. Αδιαφορούν και για το αν και πότε θα αρχίσει το ματς, σε ένα γήπεδο που το έχουν «πνίξει» οι καπνοί. Αδιαφορούν, τελικά, για την ομάδα τους και για το ίδιο το ποδόσφαιρο. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να... πουλήσουν μαγκιά. Ελληνική μαγκιά, με ελληνική ανοχή. Διότι σε αγώνες για τις ευρωπαικές διοργανώσεις, οι ψευτόμαγκες γίνονται μπούληδες...