Η επική αγωνιστική παραμονή (εκκρεμεί η αδιοδότηση) του Ηρακλή, καθαρά υπόθεση μιας χούφτας άγουρων νεαρών, σε κάνει να ξεφεύγεις και να μη μπορείς, όσο κι αν θέλεις να μιλήσεις επί της ουσίας, να περιγράψεις με πεζότητα το χθεσινό αγχωτικό φινάλε μιας τιτάνιας προσπάθειας.
Σαν, λοιπόν, ο Παναιτωλικός προηγήθηκε, μάλλον από το πουθενά στο 31′ με συρτό σουτ του Ρόσα, προσωπικά πάγωσα. Όχι ρε παδιά ξανά και ξανά. Και τούτο διότι ήρθε στο νου μου εκείνο το παιχνίδι στη Football League με τον Παναιτωλικό ο οποίος αν και ανεβασμένος ήδη, όπως τώρα σωσμένος, κέρδισε και ουσιαστικά καταδίκασε τους κυανόλευκους να συνεχίσουν ακόμη μια χρονιά στην ίδια κατηγορία.
Τότε όμως, και, όπως αποδείχθηκε, τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά από σήμερα. Οι «μπέμπηδες» και κάνα δυο, τρείς «παππούδες» του Παντελίδη δεν είχαν πει την τελευταία τους λέξη. Εκεί ήταν που προσωπικά τουλάχιστον ένιωσα χαμένος. Τα πόδια μου μούδιασαν και όσο κύλαγε ο χρόνος το ένα τσιγάρο ακολουθούσε το άλλο. Δεν με χώραγε ο τόπος. Εκλεισα το ραδιόφωνο και μόνο κλεφτές ματιές έριχνα στο κινητό. Όμως το ρολόι φάνταζε σταματημένο όσο συχνά και αν έπεφτε το βλέμμα πάνω του. Τα λεπτά παγωμένα. Τα πάντα κυλούσαν σαν σε αργή κίνηση. Και ο στόχος, το αντικείμενο του πόθου (η ισοφάριση) , η στιγμή της συνάντησης με ό,τι αναμενόταν( η νίκη σωτηρίας ) όλο και απομακρύνονταν ,όλο ξεγλίστραγε πιο μακριά.
Και όταν ήρθε εκείνη η ώρα κατάλαβα το υπέρτατο σχέδιο της μοίρας. Η αγωνιώδης προσμονή ήταν αυτή που έδωσε αξία στον στόχο. Όσο πιο μεγάλη η λαχτάρα και η αγωνία αυτής της προσμονής, τόσο πιο μοναδικό αποκαλύπτεται το προσδοκώμενο. Τα σπλάχνα μου λύθηκαν, όταν ο Περόνε αρχικά στο 53΄ισοφάρισε με παλικαρίσια ενέργεια του ιδίου και του Μπαστακού και μουρλάθηκαν ολοκληρωτικά και αμετάκλητα πλέον στο 85΄όταν ο δεύτερος «καθάριζε» το παιχνίδι.
Και ξάφνου όταν ο Θάνος σφύρξε το τέλος του αγώνα άφησα τα δάκρυα βροχή στα μάγουλά μου. Και ναι. Ηθελα να ήμουν εκεί να κλαίγαμε αντάμα, με τον κολλητό μου χρόνια τώρα, Σάκη. Δεν ήμουν όμως κι έτσι έμεινα βουβός και άφωνος, άδειος σχεδόν από την προηγούμενη αγωνία να παρακολουθώ τα πανηγύρια λαού και ομάδας και ν’ ανατριχιάζω. Ο Ηρακλής μαζί τους παρέμεινε ακλόνητος, θεριό ανήμερο να βρυχάται μ΄ απλωμένα τα μπράτσα στο σύμπαν κι όχι γονατιστός, όπως τον ήθελαν πολλοί, χάμου στο χορτάρι.