Η εθνική ανέκαθεν προσφερόταν για προσωπική εκτόνωση εκείνων που αδυνατούσαν να κριτικάρουν τις δικές τους ομάδες. Πριν από το Euro 2004, αυτή η ομάδα βολόδερνε όχι επειδή δεν είχε γήπεδο να παίξει, αλλά διότι με εξαίρεση την περιφέρεια, οι διεθνείς αντιμετωπίζονταν από το κοινό με οπαδική χλεύη. Μέσα της χωρούσαν όλες οι αντιπαλότητες Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού, η κόντρα βορρά – νότου, οι Σπάθες, Καλογερόπουλοι, Κάκοι, οι αμαρτίες της ΕΠΟ, οι κασέτες, ο Μαρινάκης, ο Μπέος, ο Ψωμιάδης.
Η ιστορία της εθνικής δεν είναι στρωμένη πάνω σε νίκες, αλλά σε ηρωικές ήττες. Γνώρισε την εξωστρέφειά της στη διπλή θητεία του αείμνηστου Αλκέτα, έζησε το μύθο της με το Ρεχάγκελ και μια πλειάδα λεγεωνάριων που ευτυχώς, αποτέλεσαν τον κορμό της εποποιίας του 2004 και συνέχισε να καταξιώνεται με το Σάντος. Αλλά χωρίς να αλλάζει στυλ, πουλώντας πάντοτε το αργό σχεδόν βασανιστικό τέμπο που περισσότερο κοιμίζει τον αντίπαλο και ποντάροντας στις δυο, τρεις πέντε στην καλύτερη των περιπτώσεων, ευκαιρίες για να σκοράρει. Οποιος περίμενε κάτι διαφορετικό απέναντι στην Κολομβία τότε ονειρευόταν ομάδα με άλλη σημαία κι όχι τη γαλανόλευκη.
Αν εγκαλείται αυτή η ομάδα είναι επειδή δεν μας χάρισε την υπέρβαση. Γιατί ακόμη και οι σημερινοί 20άρηδες – 30άρηδες που πρόλαβαν να ζήσουν τις χαμογελαστές στιγμές της Εθνικής, αναγνωρίζουν ότι η Ελλάδα πάντοτε ήταν το αουτσάιντερ. Κάτι σαν το λαχείο. Δεν μπορείς να απαιτείς συνεχώς να κερδίζεις έστω αμορτί. Και η έκταση της ήττας από την Κολομβία ουσιαστικά επιβράβευσε τον κανόνα κι όχι την εξαίρεση.
Απέναντι στους Ιάπωνες η εθνική θα αντιμετωπίσει ίσως όχι τα ίδια πάντως, ανάλογα προβλήματα. Δεν είμαστε γρηγορότεροι, ούτε πιο τεχνική ομάδα από αυτούς. Το μοναδικό σημείο που έδειξε αδυναμία η Ιαπωνία απέναντι στην Ακτή Ελεφαντοστού ήταν η μετάβαση από την άμυνα στην επίθεση. Εικόνα, νευρικής, ασταθούς συνόλου και με πολλές λανθασμένες μεταβιβάσεις. Αυτές τις στιγμές αδράνειας οφείλει η εθνική να εκμεταλλευτεί, φυλακίζοντας παράλληλα και το Χόντα. Στη θεωρία. Γιατί στην εφαρμογή της, ζητάμε ουσιαστικά από μια ομάδα να πιέσει, να πρεσάρει και να οχλήσει τον αντίπαλο ψηλά, κάτι που σχεδόν ποτέ δεν κάνει. Υπό αυτήν την έννοια ο Σάντος οφείλει να ρισκάρει, να βάλει όσους παίκτες θεωρεί ότι μπορούν να αντεπεξέλθουν σε έναν τέτοιο ρόλο. Με τον ενθουσιασμό του Κονέ, την εμπειρία του Καραγκούνη, την εξυπνάδα του Φετφατζίδη κι ό,τι προκύψει.
Οι πιθανότητες έτσι κι αλλιώς δεν είναι με το μέρος μας. Αλλά απέναντι σε ομάδες κατά τεκμήριο ανώτερες από σένα, η μόνη τύχη που έχεις είναι ο αιφνιδιασμός. Χωρίς φόβο και με περίσσιο θράσος. Αλλιώς ας αρκεστούμε στη χαρά της συμμετοχής. Εστω κι αν αυτή ξεπεράστηκε πια ως προσδοκία…